Episode 14: 3+1 random summer stories (part 2)

Episode 14 - 2

Summer story no3 (aka. “Ζακέτα και το κουτί πρώτων βοηθειών να πάρεις!”)

Η Μύκονος είναι πολύ ακριβή για το budget σου -τουλάχιστον είναι, αν δεν πρόκειται για οργανωμένο τριήμερο ξέρεις-από-ποια παράταξη, στα μέσα Μαΐου, οπότε και το νησί είναι άδειο και θα καταλήξεις να κάνεις παρέα με τον Πέτρο τον πελεκάνο και τα παιδιά της γαλάζιας γενιάς από τη σχολή σου. Για αρχές Αυγούστου, όμως, ούτε λόγος. Εκτός κι αν πουλήσεις το νεφρό σου. Η Πάρος, από την άλλη, αρχίζει να χάνει την παλιά της αίγλη. Πού θα πας, λοιπόν; Φήμες λένε ότι η τελευταία λέξη των αχαλίνωτων parties και των ξέσαλων διακοπών (αυτή είπαν και μετά ξεψύχησαν) είναι νησί των Κυκλάδων με τρία γράμματα. Μη στα πολυλογώ, τα ξέρεις ήδη άλλωστε· οι φήμες έχουν δίκιο -κυρίως στο κομμάτι του “ξεψυχίσματος”.

Οι φήμες, λοιπόν, που οργιάζουν γύρω από το όνομα του Κυκλαδονησιού αναφέρουν μιλιούνια τουριστών -στην πλειοψηφία τους ξένοι- που τριγυρνούν μεθυσμένοι ολημερίς, με ένα διάλειμμα από τις 5 ως τις 11 το πρωί, που μάλλον κείτονται σε κάποια γωνιά σε κωματώδη κατάσταση. Αναφέρουν, επίσης, ότι ο μέσος όρος ηλικίας των επισκεπτών δεν υπερβαίνει τα 25 χρόνια και πως όλοι αυτοί οι άνθρωποι φθάνοντας εκεί είναι αποφασισμένοι να αποδείξουν στους εαυτούς τους πως είναι νέοι (ενίοτε και ωραίοι) και μπορούν να κάνουν ό,τι… βλακεία κατεβάσει η κούτρα τους.

Τα σοκάκια ξεχειλίζουν από clubs με πραγματικά φθηνό ποτό (ή για να είμαστε ακριβείς, φθηνό πετρέλαιο) και εν ολίγοις, μιλάμε για τον επίγειο παράδεισο κάθε 20χρονου που έχει δει τον εαυτό του σαν άλλο party animal και άγριο νιάτο (ιδίως αν προέρχεται από χώρα όπου απαγορεύεται ακόμη και η κατανάλωση μπύρας πριν τα 21) και από την άλλη για τον εφιάλτη του κάθε γονιού. (Δεν τα λέω εγώ· οι φήμες.)

Ας πούμε, όμως (υποθετικά μιλώντας πάντα, τα είπαμε, μην τα ξαναλέμε) πως πήρες την απόφαση να πας. “Yolo”, που θα πουν και οι φίλοι Νεοζηλανδοί που θα γνωρίσεις τις μέρες των διακοπών σου. Εξάλλου, αν όχι τώρα, πότε;

Και θα πας. Και θα γνώρισεις και ανθρώπους από όλη την υφήλιο και θα κάνεις και τις τσάρκες σου στα μεθυσμένα σοκάκια γελώντας και κοροϊδεύοντας τις σαχλαμάρες και τα δημόσια ξερατά των υπολοίπων. Και θα πιεις κι εσύ τα σφηνάκια σου και θα ανοίξεις κι εσύ τα μπουκάλια σου και μετά τρεις μέρες θα νταντεύεις, σαν άλλη μητέρα Τερέζα, τους φίλους σου που θα έχουν γίνει λιώμα και θα αδυνατούν να συνέλθουν.

Αλλά εικάζω πως δε θα το μετανιώσεις και ίσως θελήσεις να πας ξανά. Ή ακόμη και να θελήσεις να μείνεις και μερικές μέρες παραπάνω. Και αν μη τι άλλο, πλέον θα ξέρεις ότι στα εφημερεύοντα ιατρικά κέντρα των νησιών μάλλον χρειάζεται να χτυπήσεις κουδούνι για να μπεις. Επίσης, θα ξέρεις πως στις 4 τη νύχτα είναι μία πολύ κακή στιγμή να πάθεις το ο,τιδήποτε γιατί ο γιατρός έρχεται μετά τις 10 το πρωί. Ως τότε, πάρε ένα από τα δυσεύρευτα ταξί του νησιού και επέστρεψε στο ξενοδοχείο να πεθάνεις με την ησυχία σου, γιατί η νοσοκόμα που έχει βάρδια πρέπει να συνεχίσει τον ύπνο της.

Φαντάζομαι, όμως, πως θα τα καταφέρεις. Θα επιζήσεις και θα γυρίσεις πίσω αλώβητος. Και αν το επόμενο καλοκαίρι θελήσεις να πας ξανά, αφ’ ενός να έχεις μαζί σου ορό -για κάθε ενδεχόμενο- και αφ’ ετέρου να πάρεις μαζί κι εμένα!

Bonus summer story! (aka. “Μπρος γκρεμός και πίσω θάλασσα.”)

Φαντάζομαι όντας φοιτητής θα έχεις γνωρίσει ανθρώπους από διάφορα μέρη της Ελλάδας. Ίσως, μάλιστα, έχεις κι ένα φίλο με καταγωγή από ένα κάποιο μικροσκοπικό νησί που είναι χαμένο κάπου στο Ιόνιο. Ένα τόσο δα μικρό νησάκι που ακόμη και στο χάρτη ίσως χρειαστείς μεγεθυντικό φακό για να το δεις.

Ορίστε! Η τέλεια ευκαιρία για μία ήρεμη απόδραση. Θα περάσεις λίγο χρόνο με τους φίλους σου, θα χαλαρώσεις και θα ρουφήξεις μία τελευταία πνοή ξεγνοιασιάς πριν πέσεις με τα μούτρα στο διάβασμα για το Σεπτέμβρη που σε κοιτάζει απειλητικά.

Ο ντόπιος φίλος θα πει πως στην άλλη άκρη του νησιού υπάρχει μία παραλία που, αν και δύσκολα προσβάσιμη, είναι μαγική. Κάπως θα βρείτε μεταφορικό για να φθάσετε ως εκεί, θα τσαλαβουτήσετε στα καταπράσινα νερά, θα λιαστείτε κάτω από τον απογευματινό ήλιο και θα μείνετε να χαζεύετε τη θέα των βράχων που ενώνονται με τη θάλασσα. (Σε αυτό το σημείο που τα λέμε έτσι ποιητικά και ωραία, αν ήμουν λίγο κάφρος παραπάνω θα έλεγα ότι στην πραγματικότητα η μόνη θέα που σας ενδιαφέρει να χαζέψετε είναι οι τύποι πιο δίπλα που κάνουν camping.) (“Κορίτσια, ο vocalist!”)

Κάποια στιγμή τα μαζεύετε για να φύγετε και τσουπ!, σκάει η ιδέα. Γιατί να γυρίσετε από το δρόμο που ήρθατε; Να πάτε “παραλιακά”. Σίγουρα η παραλία συνδέεται με το λιμάνι. Σίγουρα! Φορτώνεστε τα πράγματά σας και ξεκινάτε. Προχωράτε και προχωράτε και προχωράτε. Κάπου η παραλία με τα βότσαλα τελειώνει. “Τι εννοείς πρέπει να περπατήσουμε πάνω σ’ αυτά τα μυτερά βράχια;” Κι εσείς ακόμη προχωράτε. Είναι πολύ αργά για να γυρίσετε πίσω.

Μία ώρα, ένα σπασμένο δάχτυλο, τρεις μελανιές και αρκετές πληγές αργότερα, συνεχίζετε να περπατάτε -ξυπόλητοι πια (παράπλευρες απώλειες γαρ!). Πότε τα μυτερά βράχια γίνονται πέτρες με γλίτσα και προσπαθείς να ισορροπήσεις σα σε παγοδρόμιο και πότε κομμάτια γης με χώμα και ξεβρασμένα κλαδιά και σκουπίδια. Και το λιμάνι να μην αχνοφαίνεται ούτε σαν υπόνοια στον ορίζοντα. Η ώρα περνάει και αρχίζει να σουρουπώνει. Και ξάφνου η ξηρά σταματάει. Δεξιά ψηλά βράχια, αριστερά θάλασσα. Με μικρή διαφορά κερδίζει η θάλασσα. Γιατί μικρή; Γιατί το νερό θα σου φτάνει μέχρι τη μέση, θα βάλεις την τσάντα σου στο κεφάλι και κάτω από τα πόδια σου θα έχει πέτρες που γλιστράνε και για να καταφέρεις να σταθείς όρθιος θα κρατιέσαι από τα κλαδιά των δέντρων που μπαίνουν μέσα στο νερό. Σ’ εκείνο το σημείο αρχίζεις να συμφιλιώνεσαι με την ιδέα πως αυτές θα είναι οι τελευταίες σου στιγμές στον πλανήτη γη. Αποχαιρετάς νοερά τη ζωή και ετοιμάζεσαι να παραδοθείς σε έναν αργό και βασανιστικό θάνατο.

Και τότε σκάει μύτη ένα φουσκωτό! Από πού και πώς, κανείς δεν ξέρει. Το μόνο που σε νοιάζει είναι ότι υπάρχει Θεός! Υπάρχει ελπίδα! Αδέρφια, θα σωθούμε! Μην το σκέφτεσαι! Και ο Freddy Krueger να οδηγεί το φουσκωτό, μην το σκέφτεσαι και μπες! Τίποτα δεν μπορεί να είναι χειρότερο από αυτό που έχεις ζήσει μέχρι τώρα και από αυτό που σε περιμένει αν συνεχίσεις “περπατώντας”. Μπες ακόμη κι αν ο τύπος από το φουσκωτό δε μιλάει γρυ ελληνικά και από αγγλικά μπορεί να ψελλίσει μόνο μερικές σκόρπιες λέξεις σε κακή προφορά.

Τελικά θα σας βγάλει στο λιμάνι σώους και λίγη ώρα αργότερα θα κάθεστε στο μπαλκόνι αγκαλιά με πέντε κιλά παγωτό Ben & Jerry’s, θα τον ευγνωμονείτε και θα γελάτε.

Θα μπορούσα να συνεχίσω για ώρα να θυμάμαι -λάθος· θέλω να πω, να πλάθω και να σκαρφίζομαι- καλοκαιρινές ιστορίες. Σενάρια που ίσως κάποτε συμβούν, ή ίσως και να έχουν ήδη συμβεί· ίσως μείνουν στη σφαίρα της φαντασίας μου ή ίσως είναι παγωμένα στιγμιότυπα αποτυπωμένα σε φωτογραφίες -φωτογραφίες που δεν τραβήχτηκαν από καμία μηχανή και κανένα κινητό, που δεν υπάρχουν πουθενά, παρά μονάχα μέσα μας. Γιατί είναι εκείνες οι στιγμές, οι πιο έντονες, που κανένας δε σέφτηκε και δεν μπόρεσε να απαθανατίσει. Εικόνες με το πιο έντονο μπλε, με τον πιο λαμπερό ήλιο, με τις πιο σκοτεινές νύχτες. Εικόνες που συνοδεύονται με αισθήσεις που καμία ανθρώπινη εφεύρεση δεν μπορεί ακόμη να αποτυπώσει. Ήχος από γέλια και κλάματα, μυρωδιά από ούζο και λεμονάδα, γεύση από αλμύρα.

Καλοκαιρινές ιστορίες που πάνε κάπως έτσι…

M.

ΥΓ1. Φθάσαμε αισίως στο τέλος της πρώτης season. Βγαίνουμε διάλειμμα, παίρνουμε μια ανάσα και… ραντεβού εδώ, την τελευταία εβδομάδα του Αυγούστου.

ΥΓ2. Καλό καλοκαίρι!

Αν επιθυμείς να διεκδικήσεις υποτροφίες στην Ελλάδα ή το εξωτερικό, ο Οδηγός Υποτροφιών του citycampus που μόλις κυκλοφόρησε σου προσφέρει ό,τι χρειάζεσαι!

Θέλεις να ενημερώνεσαι έγκυρα και κυρίως έγκαιρα με το πάτημα ενός κουμπιού; Κατέβασε την εφαρμογή μας από το Playstore (citycampus.gr) και διάβασε όλα τα νέα άρθρα εύκολα και γρήγορα!