Το παρ’ ολίγον debate μεταξύ γυναικείας και ανδρικής καφρίλας, ο Σκρουτζ Μακ Ντακ, και το άκουσμα της λέξης “φοιτηταριό” που θα κάνει τους Stone Sour και το Through the glass να παίζουν σε λούπα στο μυαλό της Μ. για πάντα. Ή αλλιώς, γράμμα σε ένα πρωτόετο.
Έξι – επτά κορίτσια γύρω από ένα μικρό τραπέζι σε κάποιο κυλικείο κάποιας σχολής· γυναικοκρατούμενο τμήμα και η φάση είναι να ψάχνεις τα αγοράκια με κυάλια. Έξι – επτά κορίτσια που δεν ήταν παρέα – τότε προσπαθούσαν να γίνουν (από φόβο ή ειλικρινή διάθεση, κανείς δεν ξέρει· μάλλον το πρώτο). Η γνωριμία τους μετρούσε λίγες ώρες. Αμηχανία και σιωπή.
“Ωραίος αυτός, του βάζω επτάμιση.” Κάπως έπρεπε να αλλάξει το κλίμα. Κάτι έπρεπε να πουν μετά τα τυπικά “πώς σε λένε, από πού είσαι και πήγες Πάρο ή Σκιάθο το καλοκαίρι”. Ας έλεγαν για αγοράκια. (Όχι, παιδιά! Δε σας βαθμολογούμε κι εμείς. Δε βαθμολογούμε πλάτες και… οπίσθια. Δεν είμαστε ρηχές, ανώριμες και η καφρίλα μας δεν ξεπερνά ποτέ τη δική σας σε διάφορα θέματα, όπως διαγωνισμούς ρεψίματος, σκατο-συζητήσεις και άλλα τέτοια.) (Αν είχα ένα ευρώ για κάθε φορά που βρίσκομαι σε παρέα που αναλύει πάσης φύσεως εντερικά προβλήματα, θα είχα ήδη μετατρέψει το υπόγειο του πατρικού μου σε δεξαμενή και θα έκανα μακροβούτια και πατητές με τον Σκρουτζ ΜακΝτακ.)
Κάπως έτσι ήταν εκείνη η πρώτη μέρα. Τώρα, όμως, είναι η πρώτη μέρα για άλλους· για εκείνες τις έξι ή επτά έφθασε ήδη η “τελευταία πρώτη μέρα”. Θυμάμαι στο λύκειο το λέγαμε αυτό, τη χρονιά των Πανελληνίων. “Last first day”. Η αρχική μου στο facebook πήρε και φέτος φωτιά με check-in και φωτογραφίες της τελευταίας πρώτης μέρας, από διαδικτυακούς φίλους αυτής της ηλικίας. Όλοι τα ζήσαμε αυτά… Ίσως εμείς λίγοτερο “δημόσια”, μιας και δεν ήταν της μόδας τότε.
“Τελευταία πρώτη μέρα”. Δεν ξέραμε πως θα το ζήσουμε ξανά. Τότε ήταν αλλιώς· χαρά και ανυπομονησία. Ανακούφιση που η δωδεκάχρονη αγγαρεία φθάνει στο τέλος. Λίγη περηφάνεια για την ενηλικίωση -για όσα εκείνη θα φέρει. Άντε, και λίγο άγχος και φόβος για τις εξετάσεις -μα έμοιαζαν ακόμη αρκετά μακρινές για να χαλάσουν το κλίμα.
Τότε ήταν αλλιώς. Τώρα καμία ανακούφιση και καθόλου χαρά. Τώρα μονάχα άγχος και φόβος για το μετά, για το αύριο. Η τελευταία πρώτη μέρα… ΝΕ, ΤΙ; Και -κυρίως- μετά τι; Ανεργία, πραγματική ενηλικίωση και ακόμη πιο πραγματική ανεξαρτησία. Πότε μπήκαν αυτά όλα στις ζωές μας; Δουλειά, μεταπτυχιακά, ταμεία ανεργίας και η συνειδητοποίηση πως πρέπει να ζήσουμε τους εαυτούς και τις ζωές μας χωρίς τις πλάτες του μπαμπά και της μαμάς. Χωρίς τα λεφτά τους, όσο λίγα ή πολλά κι αν ήταν. Χωρίς πληρωμένους λογαριασμούς κι ενοίκια. Από πού ήρθαν αυτά; Πού είναι τα ξενύχτια, οι παρέες, τα πάρτυ, τα τεμπελιάσματα, τα πρωινά μαθήματα που με ένα κλείσιμο του ξυπνητηριού ακυρώνονταν ως δια μαγείας; Πού είναι οι συζητήσεις, τα ποτά, τα ροκάδικα; Μονάχα θλίψη γι’ αυτά. Αυτά φεύγουν, τα ροκάδικα κλείνουν και οι παρέες έχουν ήδη αρχίσει να σκορπίζουν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.
“Τελευταία πρώτη μέρα” – πιο ζωντανή από ποτέ. The end of an era, που λένε και οι φίλοι μας οι Εγγλέζοι. Μονάχα άγνωστες φάτσες σήμερα στη σχολή. Καινούριοι φοιτητές να στοιβάζονται το ίδιο αμήχανα γύρω από το ίδιο τραπέζι που καθόμασταν εμείς. Θέλω να τους πλησιάσω και να τους μάθω να βαθμολογούν “γκομενάκια”. Να τους πω να πιάσουν κουβέντα για ζώδια και άλλες ανούσιες αηδίες που δεν ενδιαφέρουν κανέναν, αλλά όλοι έχουν γνώμη και μπορούν να μιλήσουν· να πουν για ταινίες -που στα χρόνια τους έγιναν σειρές- και για μουσικές. Να τους πάρω αγκαλιά και να τους καλωσορίσω στην πιο όμορφη περίοδο της ζωής τους. Να τους συμβουλεύσω να μη φοβηθούν, ούτε να ντραπούν αυτούς τους μυστήριους άλλους που μόλις πριν λίγη ώρα γνώρισαν. Να τους θυμίσω πως στα μάτια εκείνων μοιάζουν το ίδιο τρομακτικοί και απλησίαστοι. Να τους πω να χαμογελάσουν και να ανοιχτούν, γιατί αυτό είναι το καλύτερο που μπορούν να κάνουν. Να τους ευχηθώ να βρουν ένα στέκι που θα νιώθουν σπίτι τους και κάθε βράδυ εκεί θα είναι πάρτυ. Να ξοδέψουν εργατοώρες παίζοντας tichu και Παλέρμο, κάνοντας μαραθώνιους σειρών και ταινιών. Να πιάσουν φιλίες με τον περιπτερά της γειτονιάς τους· και με το ντελιβερά· και με αυτόν που έχει την κάβα στη γωνία, αλλά και το φωτοτυπάδικο, για σημειώσεις και εργασίες. Να βρουν ένα δικό τους μέρος σ’ αυτήν την άγνωστη πολή, που τώρα μοιάζει τόσο αφιλόξενη· μια γωνιά δική τους που θα μένει μυστική, που θα είναι μόνο για τις μέρες και τις νύχτες που όλα πάνε χάλια αλλά και για εκείνες που όλα είναι μαγικά και πασπαλισμένα με χρυσόσκονη. Να ζήσουν μέρες και νύχτες που όλα θα είναι χάλια. Να ζήσουν μέρες και νύχτες που όλα θα είναι μαγικά. Να απογοητευτούν, να σπάσουν τα μούτρα τους και να κλάψουν. Να βρουν τη δική τους χρυσόσκονη και να πασπαλίσουν με αυτή τις ζωές τους. Θέλω να τους ευχηθώ να “μπλέξουν” με ό,τι και όποιον φοβούνται περισσότερο. Να δώσουν χρόνο στους ανθρώπους και τις καταστάσεις -να αφήσουν να τους κερδίσουν με την ομορφιά και την ασχήμια τους. Να αφήσουν τα πράγματα να κυλήσουν όπως εκείνα θέλουν, να μην αφεθούν, όμως, έρμαια. Να μάθουν να σκέφτονται και να αποφασίζουν· να κρίνουν αλλά και να δέχονται. Να μάθουν να διαλέγουν τους ανθρώπους τους όχι με βάση εκείνα που με γυμνό μάτι φαίνονται ή αναγνωρίζονται με την πρώτη χειραψία. Να τους πω να μη δώσουν καμία σημασία σε όσα έχω εγώ να τους πω, γιατί στο τέλος της ημέρας κανένας δε θα γνωρίζει ποιοι πραγματικά είναι και κανένας δε θα τους ανήκει, τόσο βαθιά και απόλυτα, όσο εκείνος ο ανθρωπάκος που κουβαλάνε μέσα τους -χρόνια πριν και για χρόνια μετά. Να τους αγκαλιάσω και να τους ευχηθώ να περάσουν όσο ωραία πέρασα εγώ· να περάσουν ακόμη πιο ωραία και πιο γεμάτα.
Στο ίδιο τραπέζι που κάθονταν εκείνες οι κοπέλες… Παρέα δεν έγιναν ποτέ. Άλλοι έφυγαν, άλλοι έγιναν ένα βιαστικό νεύμα στο δρόμο και δυο κουβέντες τυπικές, άλλοι χάθηκαν… και άλλοι έγιναν μερικοί από τους πιο αληθινούς ανθρώπους μας. Και το ίδιο βράδυ, σε ένα άλλο τραπέζι, σε ένα μέρος που ποτέ δεν υπήρξε, με τους Stone Sour να παίζουν στα ηχεία, βρέθηκαν μερικοί ακόμη αληθινοί άνθρωποι· που ίσως αργότερα και να χάθηκαν, όμως μας δίδαξαν πολλά και για όσο τα θυμόμαστε θα τους κουβαλάμε μέσα μας, όσος καιρός κι αν πάει από την τελευταία φορά που ακούσαμε νέα τους.
Και κάπου, μέσα στα χρόνια, μέσα σε μπύρες και κακοστριμμένα τσιγάρα, βρήκαμε μερικούς από τους ανθρώπους της ζωής μας· που δε χρειάζεται να τους ονομάσουμε παρέα, φίλους ή οικογένεια. Τους λέμε μονάχα με το όνομά τους, που με έναν τρόπο μυστήριο συνδέεται πια με το δικό μας.
Σε όλες τις τελευταίες πρώτες μέρες. Σε όλα τα πρώτα και σε όλα τα τελευταία. Ας πιούμε σ’ αυτό… Στην υγειά τους!