“Ακόμη πιο πέρα, όλη αυτή η κατάσταση επηρεάζει αρνητικά την αντίληψη που διαμορφώνουν οι φοιτητές για την απόκτηση της γνώσης αλλά και για την απόδειξή της στο τέλος. Έχω την εντύπωση ότι οι πιο πολλοί επαναπαύονται στο ότι μπορούν να αξιοποιούν τις σημειώσεις τους ή άλλα βοηθήματα και νομίζουν ότι γνωρίζουν την ύλη και ότι παρακολουθούν την πορεία του μαθήματος, ενώ στην πραγματικότητα έχουν απλώς κάποιες γενικές εντυπώσεις και μάλλον όχι εύτακτες γνώσεις και ευελπιστούν ότι κατά την τελική εξέταση (όπου το αδιάβλητο είναι ανέφικτο ακόμη και σε προφορικές εξετάσεις) θα μπορέσουν να ανταποκριθούν λόγω της δυνατότητας να συνεργαστούν ή να εκμεταλλευτούν άλλα μέσα για να απαντήσουν.”

Ο κ. Βασίλειος Φυντίκογλου είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Λατινικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιτημίου Θεσααλονίκης.

Η συνέντευξη δόθηκε στον C.E.O. του citycampus.gr, Κωνσταντίνο Πολέμη, και αποτελεί τμήμα της έρευνας του citycampus.gr για την τηλεκπαίδευση στα Πανεπιστήμια.

Κ. Φυντίκογλου, σας ευχαριστούμε πολύ για τη συμμετοχή σας στην έρευνά μας! Πιστεύετε ότι η τηλεκπαίδευση, όπως προέκυψε και εφαρμόστηκε από την έναρξη της πανδημίας CoVid19 είναι μια αναγκαιότητα ή μια ευκαιρία και γιατί;

Η εξ αποστάσεως εκπαίδευση κατά τη γνώμη μου δεν είναι παρά μια λύση ανάγκης για το μαζικό πανεπιστήμιο των μεγάλων φοιτητικών πληθυσμών, το οποίο μάλιστα είχε (και δεν μπορεί παρά να συνεχίσει να έχει) τελείως διαφορετικό σχεδιασμό για την εκπαιδευτική διαδικασία. Άλλα μοντέλα πανεπιστημίου, όπως το ανοιχτό, έχουν σχεδιάσει εξαρχής τις σπουδές πάνω στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση, και όλοι οι συμβαλλόμενοι, διδάσκοντες και διδασκόμενοι, γνωρίζουν τους όρους συμμετοχής τους, που βεβαίως περιλαμβάνουν και ένα μέρος με φυσική παρουσία. Για εμάς ήταν απλώς ο τρόπος για να μη διακοπεί πλήρως η εκπαιδευτική διαδικασία. Λειτούργησε με τρόπο ουσιαστικό και με ελάχιστες απώλειες ως προς την ποιότητα μόνον σε μικρά ακροατήρια (όχι πάνω από 15 άτομα), όπου ο διδάσκων, με πολλή δική του δουλειά, μπορεί να κρατά το ενδιαφέρον και να παρακολουθεί την ανταπόκριση των φοιτητών. Βέβαια η γενικευμένη εφαρμογή της τηλεκπαίδευσης έδωσε  τη δυνατότητα να διαπιστώσουμε ότι προσφέρει και κάποιες ευκαιρίες, σε άλλο όμως επίπεδο, όπως επιμορφώσεις, επιστημονικές εκδηλώσεις και συνέδρια, δηλαδή σε δράσεις μεταξύ ανθρώπων που είναι κάτοχοι της γνώσης και όχι εκπαιδευόμενοι.

Πόσο εξοικειωμένος ήσασταν στην έναρξη της τηλεκπαίδευσης με τη συγκεκριμένη πρακτική;

Όταν πρωτοξεκίνησε η ανάγκη της τηλεκπαίδευσης ήμουν εξοικειωμένος μόνον με την ασύγχρονη πλευρά της, καθώς χρησιμοποιούσα εδώ και χρόνια το elearning για την ανάρτηση διδακτικού υλικού, εργασιών κ.λπ. Η σύγχρονη εξ αποστάσεως εκπαίδευση (την οποία θα τολμούσα να πω και «διά ζώσης τηλεκπαίδευση») μού ήταν άγνωστη, αλλά δεν δυσκολεύτηκα να προσαρμοστώ, αν και απαιτήθηκε να αφιερώσω αρκετό χρόνο. Καθοριστικό ρόλο σε αυτό έπαιξε, πρέπει να το πούμε, η άμεση δημιουργία των απαραίτητων υποδομών στο Α.Π.Θ. (μιλώ για την προσωπική μου εμπειρία) και η άριστη υποστήριξη που προσέφεραν στους χρήστες οι αρμόδιες υπηρεσίες του πανεπιστημίου.

Ποια πιστεύετε ότι ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετώπισαν οι φοιτητές σας κατά την εφαρμογή της τηλεκπαίδευσης;

Δεν ξέρω αν οι, αναμφισβήτητες, δυσκολίες (που ταυτόχρονα είναι και προβλήματα) της τηλεκπαίδευσης πρέπει να ιεραρχούνται συλλήβδην, καθώς καθέναν μπορεί να τον βαρύνουν με διαφορετικό τρόπο. Ας πούμε, ακόμη και η τεχνική πλευρά της τηλεκπαίδευσης, που κατά την αίσθησή μου δεν αποτέλεσε σοβαρό πρόβλημα, μπορεί για κάποιους να σήμανε δυσκολίες οικονομικές για την απόκτηση εξοπλισμού και σύνδεσης, και αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει να παραβλέπεται. Νομίζω πάντως ότι, όπως για όλους, έτσι και για τους φοιτητές η δυσκολότερη παράμετρος είναι η ψυχολογική, και δεν εννοώ μόνον την αίσθηση απομόνωσης και την έλλειψη όσων προσέφερε η ζωντάνια της καθημερινής επαφής στους χώρους του πανεπιστημίου. Αυτές μπορεί να είναι οι προφανέστερες εκφάνσεις, αλλά παρεπόμενα της γενικότερης κακής ψυχολογίας (κι ελπίζω να μη θεωρηθεί ως ψυχρή άποψη από την πλευρά του καθηγητή) είναι η στάση απέναντι στο ίδιο το μάθημα. Η ίδια η παρακολούθηση έχει ξεφτίσει, καθώς δεν υπάρχει τίποτε από την αίσθηση που αφήνει η παρουσία του κοινού σε μια αίθουσα. Αυτό καθιστά τη διδασκαλία στα (κατά κανόνα μεγάλα ακροατήριά μας) μια ψυχρή διαδικασία, όπου, ακόμη και όταν ο διδάσκων απευθύνει ερωτήματα στα απρόσωπα (αφού είναι γενικευμένη η απροθυμία να ανοίξουν τις κάμερες) εικονίδια των συμμετεχόντων, ελάχιστοι έχουν διάθεση να ανταποκριθούν, ενώ είναι άγνωστο αν οι υπόλοιποι βρίσκονται καν εκεί (και πάντως είναι επιβεβαιωμένο από την εμπειρία ότι κάποιοι σίγουρα δεν βρίσκονται εκεί). Ακόμη πιο πέρα, όλη αυτή η κατάσταση επηρεάζει αρνητικά την αντίληψη που διαμορφώνουν οι φοιτητές για την απόκτηση της γνώσης αλλά και για την απόδειξή της στο τέλος. Έχω την εντύπωση ότι οι πιο πολλοί επαναπαύονται στο ότι μπορούν να αξιοποιούν τις σημειώσεις τους ή άλλα βοηθήματα και νομίζουν ότι γνωρίζουν την ύλη και ότι παρακολουθούν την πορεία του μαθήματος, ενώ στην πραγματικότητα έχουν απλώς κάποιες γενικές εντυπώσεις και μάλλον όχι εύτακτες γνώσεις και ευελπιστούν ότι κατά την τελική εξέταση (όπου το αδιάβλητο είναι ανέφικτο ακόμη και σε προφορικές εξετάσεις) θα μπορέσουν να ανταποκριθούν λόγω της δυνατότητας να συνεργαστούν ή να εκμεταλλευτούν άλλα μέσα για να απαντήσουν. Είναι βέβαιο ότι η συμμετοχή στις εξετάσεις έχει αυξηθεί σημαντικά, και θα έχει ενδιαφέρον κάποια στιγμή να δούμε τα ποσοστά επιτυχίας αλλά και τους μέσους όρους των εξ αποστάσεως εξετάσεων σε σύγκριση και με ό,τι ίσχυε αλλά και με τις επιδόσεις των ίδιων φοιτητών σε εξετάσεις που θα δίνουν με φυσική παρουσία, όταν επανέλθουμε στην κανονική εκπαιδευτική διαδικασία. Ίσως βλέπω τη σκοτεινή πλευρά της όλης υπόθεσης, αλλά φοβάμαι ότι εδώ καλλιεργούνται νοοτροπίες που οι συνέπειές τους θα είναι μακροχρόνια αρνητικές.

Ήταν έτοιμο το Τμήμα σας να αντιμετωπίσει τις πρώτες δυσκολίες που προέκυψαν από την εφαρμογή της τηλεκπαίδευσης;

Η εφαρμογή της τηλεκπαίδευσης δεν είχε να κάνει με τη συλλογική στάση των Τμημάτων, παρά ήταν ατομική υπόθεση κάθε διδάσκοντος. Η μόνη συλλογική συμβολή ήταν αυτή του Κέντρου Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του Α.Π.Θ., που όπως είπα υπήρξε εξαιρετική. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, δεν ξέρουμε πώς ανταποκρίθηκε κάθε διδάσκων, αλλά από όσο νομίζω ότι με τον ένα ή άλλο τρόπο, νωρίτερα ή αργότερα, όλοι εφαρμόζουν την τηλεκπαίδευση.

Η αλληλεπίδρασή σας με τους φοιτητές μέχρι ποιο βαθμό επηρεάστηκε;

Σε αυτό απάντησα ήδη λίγο πολύ στις προηγούμενες ερωτήσεις. Πιο συγκεκριμένα μπορώ να πω ότι σε ένα σεμιναριακό μάθημα του εαρινού εξαμήνου, δηλαδή με την πρώτη εφαρμογή της τηλεκπαίδευσης, όπου είχα 10 φοιτητές, η συνεργασία ήταν διαρκής, με ατομικές τηλεσυναντήσεις και πολλές μικροεργασίες, ώστε μπορώ να πω ότι παρά τον πολύ μεγαλύτερο μόχθο που απαιτούσε και εκ μέρους μου, το αποτέλεσμα ήταν απολύτως ικανοποιητικό. Στα υπόλοιπα μαθήματά μου, όπου τα ακροατήρια είναι πολυάριθμα, η εμπειρία δεν είναι καλή και λόγω όσων προανέφερα δεν είμαι καθόλου αισιόδοξος ότι υπάρχει τρόπος να βελτιωθεί.

Υπήρξε κάποια ιδιαίτερη δυσκολία στη διδασκαλία ενός αντικειμένου όπως η Λατινική Φιλολογία μέσω διαδικτύου λόγω μη πιθανής εξοικείωσης;

Δεν νομίζω ότι το ειδικότερο γνωστικό αντικείμενο που θεραπεύω έχει απαιτήσεις στις οποίες δεν μπορεί να ανταποκριθεί η εξ αποστάσεως εκπαίδευση. Οι δυσκολίες είναι οι γενικότερες που επεσήμανα προηγουμένως και όχι κάτι ιδιαίτερο λόγω της φύσης του μαθήματος. Απλώς με την ιδιαίτερη συνθήκη που αντιμετωπίζουμε φέτος με τους φοιτητές που δεν έχουν καμία λατινική προπαιδεία από το Λύκειο, το αναπροσαρμοσμένο πρόγραμμά μας που προβλέπει διαρκή άσκηση και μικρούς αριθμούς δεν μπόρεσε να υλοποιηθεί, ενώ είναι ακόμη πιο αισθητό το γενικότερο πρόβλημα επικοινωνίας και ανατροφοδότησης για το τι πράγματι έχει κατακτήσει κάθε φοιτητής.

Πιστεύετε ότι η τηλεκπαίδευση αποτελεί μια ευκαιρία για εξοικονόμηση οικονομικών πόρων στο Ελληνικό Πανεπιστήμιο; Ποια είναι η άποψή σας για την οικονομική παράμετρο της τηλεκπαίδευσης;

Από τη στιγμή που η τηλεκπαίδευση παρουσιάζει τα προβλήματα που προείπα, θα ήταν τουλάχιστον ανακόλουθο να τη δω ως οικονομική ευκαιρία για τα πανεπιστήμια. Η ίδια η δομή και μαζικότητα του πανεπιστημίου που υπηρετούμε καθιστά απαγορευτική νομίζω τη γενίκευση της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, αν πρώτιστο κριτήριο είναι η ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης και εάν ισχύει ότι γι’ αυτήν είναι απαραίτητη κάθε δαπάνη. Εξάλλου η οικονομία είναι ένας κύκλος και όταν γενικεύσει κανείς αυτή την παράμετρο, όπως ορθά το κάνει η δεύτερη ερώτησή σας, αυτομάτως δημιουργούνται άλλης τάξης οικονομικά ζητήματα στον πανεπιστημιακό περίγυρο. Μόνον η δραστική αλλαγή του μοντέλου πανεπιστημιακής εκπαίδευσης μπορεί να ενσωματώσει τα όποια οικονομικά οφέλη της τηλεκπαίδευσης.

Προσωπικά προτιμάτε τηλεκπαίδευση ή δια ζώσης εκπαίδευση και γιατί;

Φαντάζομαι ότι έχει ήδη καταστεί σαφής η απάντησή μου σε αυτό το ερώτημα. Θεωρώ την εκπαίδευση με φυσική παρουσία και συνύπαρξη των συμβαλλομένων στον ίδιο χώρο αναντικατάστατη. Μόνον επικουρικά προς αυτή μπορεί να λειτουργήσει η ασύγχρονη τηλεκπαίδευση (και γι’ αυτό θεωρώ λάθος που ακόμη και τώρα παραμένει αποδεκτή η δυνατότητα και αποκλειστικά μη σύγχρονης τηλεκπαίδευσης), ενώ η σύγχρονη τηλεκπαίδευση δεν μπορεί να υποκαταστήσει το μάθημα με φυσική παρουσία παρά μόνον υπό πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και προϋποθέσεις, στο πλαίσιο ενός τελείως διαφορετικού πανεπιστημιακού μοντέλου από αυτό που έχουμε στην Ελλάδα.

Πιστεύετε ότι η τηλεκπαίδευση είναι ένας θεσμός που ήρθε για να μείνει μόνιμα έστω σε κάποια έκταση αν όχι συνολικά; Ποια είναι η άποψή σας στο ζήτημα;

Θα το έλεγα έτσι: φοβάμαι ότι η τηλεκπαίδευση ήρθε για να μείνει. Αλλά το φοβάμαι μόνον εφόσον παραμείνει άκριτα, σαν να μας έχει λύσει όλα τα προβλήματα και σαν να μπορεί από μόνη της να αποτελεί κανονικότητα. Εάν αξιοποιηθεί με μέτρο, για περιπτώσεις ανάγκης ή για γόνιμες συνεργασίες διδασκόντων απομακρυσμένων στον χώρο, που μπορεί έτσι να δημιουργούν νέες ευκαιρίες για τα ακροατήριά τους παράλληλα με τα διά φυσικής παρουσίας μαθήματα, ιδίως σε μεταπτυχιακό επίπεδο, ασφαλώς θα είναι θετική η συμβολή της. Αρκεί όλα αυτά να γίνουν με αυστηρούς κανόνες.

Κ. Φυντίκογλου, σας ευχαριστούμε θερμά για τη συνέντευξη!

Και εγώ σας ευχαριστώ!