“Θεωρώ, όμως, ότι τα όποια θετικά στοιχεία διαπιστώνουμε ή -ακόμη χειρότερα- η διαπίστωση ότι μπορούμε να διεκπεραιώσουμε και με αυτόν τον τρόπο το εξάμηνο δεν πρέπει επ ουδενί να υιοθετηθούν ως μια αποδεκτή εναλλακτική στη δια ζώσης εκπαιδευτική διαδικασία. Πιστεύω ότι το βασικό ζητούμενο των πανεπιστημίων δεν είναι η μονόδρομη μετάδοση ενός πακέτου πληροφοριών προς τους φοιτητές μας, η οποία μπορεί να γίνεται έτσι ή αλλιώς, προσαρμοσμένη στις συνθήκες. Αντίθετα, ο κύριος στόχος είναι, κατά τη γνώμη μου, η ανάπτυξη ουσιαστικών σχέσεων στο πλαίσιο των οποίων ο διδάσκων προτείνει μοντέλα σκέψης και επεξεργασίας δεδομένων, μαζί με μοντέλα κοινωνικής συμπεριφοράς.”
Το citycampus.gr συνεχίζει την “έρευνα για την τηλεκπαίδευση” στα Πανεπιστήμια της χώρας αλλά και του εξωτερικού με μια πολύ ενδιαφέρουσα διαδικτυακή συνάντηση με την κ. Νάσια Χουρμουζιάδη. Η κ. Νάσια Χουρμουζιάδη είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Μουσειολογίας στο Τμήμα Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Το παρακάτω άρθρο της κ. Ν. Χουρμουζιάδη για την τηλεκπαίδευση στα Πανεπιστήμια προήλθε από αίτημα του citycampus.gr και προσωπικά του CEO Κωνσταντίνου Πολέμη να μας εκφράσει την προσωπική της άποψή της. Την ευχαριστούμε θερμά για τη συμμετοχή της στην Έρευνα του citycampus για την τηλεκπαίδευση στα Πανεπιστήμια.
Για την εξ αποστάσεως εκπαίδευση
Η εξ αποστάσεως εκπαίδευση δεν είναι, προφανώς, ένα φαινόμενο παλιό και σημαντικό όσο οι πανδημίες. Έχει, όμως, κι αυτή μια ενδιαφέρουσα ιστορία και αποτελεί ένα αρκετά σύνθετο φαινόμενο. Από τις πρώτες μορφές της εκπαίδευσης δι’ αλληλογραφίας των αρχών του 20ου αιώνα μέχρι τα σημερινά εξεζητημένα ηλεκτρονικά εργαλεία έχουν δοκιμαστεί πολλές σχετικές μεθοδολογίες που έχουν σχολιαστεί και αξιολογηθεί συστηματικά από τους ειδικούς επιστήμονες. Εγώ δεν ανήκω σε αυτούς και δεν μπορώ παρά να μιλήσω μέσα από την προσωπική μου εμπειρία η οποία εντάσσεται μέσα σε ένα εντελώς συγκεκριμένο πλαίσιο, δηλαδή του διδάσκοντα σε ένα περιφερειακό ελληνικό πανεπιστήμιο, στις αρχές του 21ου αιώνα.
Στο τμήμα της Πολιτιστικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, όπου διδάσκω, είχαμε, εδώ και μια πενταετία στραφεί στη μικτή εξ αποστάσεως σύγχρονη εκπαίδευση, στο πλαίσιο του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών (ΠΜΣ). Δηλαδή συνδυάζουμε, από τη μια πλευρά, μερικές εβδομάδες εντατικών μαθημάτων στη Μυτιλήνη, και από την άλλη, μαθήματα που πραγματοποιούνται σε συγκεκριμένη μέρα και ώρα, σε εβδομαδιαία βάση, μέσω μιας ειδικής ηλεκτρονικής πλατφόρμας (Big Blue Button). Η απόφαση αυτή δεν προέκυψε ως αποτέλεσμα κάποιων παιδαγωγικών ή ακαδημαϊκών επεξεργασιών ή προτεραιοτήτων. Αντίθετα, ήταν η αναγκαστική προσαρμογή στα νέα δεδομένα που διαμορφώθηκαν τα τελευταία χρόνια στο χώρο των μεταπτυχιακών σπουδών ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης, της μεγάλης ανεργίας και εργασιακής επισφάλειας και των νομοθετικών αλλαγών στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Οι απόφοιτοι των πανεπιστημίων δέχονται μια διπλή πίεση: από τη μία πλευρά αναγκάζονται, λόγων των οικονομικών δυσχερειών των ελληνικών νοικοκυριών, να αναζητήσουν την οποιαδήποτε δουλειά αμέσως μετά τη λήψη του πτυχίου (αν όχι νωρίτερα) και από την άλλη να προχωρήσουν σε μεταπτυχιακές σπουδές, με την ελπίδα ότι η προσθήκη και άλλων τίτλων και πιστοποιητικών θα τους εξασφαλίσει μια καλύτερη θέση στην αγορά εργασίας. Αναζητούν, επομένως, ΠΜΣ που, εκτός από μια κάποια υπόσχεση επαγγελματικής αποκατάστασης, να είναι σύντομα, ευέλικτα, και χαμηλού κόστους και να εντάσσονται χωρίς κόπο στην καθημερινότητά τους. Από την άλλη πλευρά, η σταδιακή επιβολή όρων ελεύθερης αγοράς στα ΠΜΣ των ελληνικών δημόσιων ΑΕΙ, εξωθεί τα πανεπιστημιακά τμήματα, προκειμένου να εξασφαλίσουν την ακαδημαϊκή και οικονομική τους επιβίωση, να προσφέρουν προγράμματα που να προσελκύουν όσο το δυνατόν περισσότερους φοιτητές/πελάτες, ανταγωνιζόμενα μεταξύ τους. Στην περίπτωσή μας, φάνηκε γρήγορα ότι τα καινοτόμα αντικείμενα σπουδών και η ποιότητα του προγράμματος και των διδασκόντων που προσφέραμε δεν ήταν σε θέση να ισοσταθμίσουν το κόστος -οικονομικό και κοινωνικό- της παραμονής των φοιτητών για ενάμιση χρόνο στη Μυτιλήνη, στο πλαίσιο ενός δια ζώσης ΠΜΣ. Και εδώ η εξ αποστάσεως δυνατότητα φάνηκε να αποτελεί τη μοναδική επιλογή.
Επί υπουργίας Κ. Γαβρόγλου, παρότι η λειτουργία των ΠΜΣ με όρους ελεύθερης αγοράς δεν ανατράπηκε, έγινε μία προσπάθεια να τεθούν αναχώματα στην πλήρη διάλυση της παραδοσιακής δια ζώσης εκπαίδευσης, επιβάλλοντας ένα ελάχιστο ποσοστό ωρών διδασκαλίας που πρέπει να πραγματοποιούνται δια ζώσης. Παρόλα αυτά, οι ιδιαιτερότητες της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης και οι επιπτώσεις της στις σπουδές είναι ένα αρκετά πολύπλοκο ζήτημα που δεν αντιμετωπίζεται με οριζόντια μέτρα και λογιστικούς υπολογισμούς, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη ούτε τα χαρακτηριστικά του κάθε ιδρύματος ούτε το αντικείμενο σπουδών κάθε ΠΜΣ.
Όταν λοιπόν η πανδημία έφερε στο προσκήνιο της «λύση» της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης και στον πρώτο κύκλο των πανεπιστημιακών σπουδών, είχαμε αρκετή εμπειρία και τη σχετική τεχνογνωσία να υιοθετήσουμε τη μορφή αυτή, αλλά δεν μπορώ να πω ότι είμασταν έτοιμοι. Κατ’ αρχήν, η ανάπτυξη ενός μαθήματος για να προσφερθεί εξ αποστάσεως είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη που αφορά ένα μάθημα που πρόκειται να πραγματοποιηθεί δια ζώσης. Αυτό σχετίζεται με την σχετική προετοιμασία των διδασκόντων, των φοιτητών και του εκπαιδευτικού υλικού. Επομένως, η μετακίνηση από τη μία μέθοδο στην άλλη δεν μπορεί να γίνεται μέσα σε μερικές μέρες ή και ώρες. Από την άλλη πλευρά, η μετανάστευση στα ψηφιακά εργαλεία απαιτεί μια γενικότερη ποιότητα στον εξοπλισμό και τις υποδομές των πανεπιστημίων, αλλά κυρίως του φοιτητικού πληθυσμού. Επομένως, η απαίτηση να διαθέτουν όλοι οι φοιτητές έναν καλό υπολογιστή και μια αξιόπιστη σύνδεση στο διαδίκτυο αποτελεί εξ αρχής μια προϋπόθεση που είναι δυνατόν να θέσει έναν ακόμη φραγμό στην ισότιμη πρόσβαση στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Αλλά ο προβληματισμός δεν είναι μόνο τεχνικός. Ακόμη και αν αυτό ξεπεραστεί, η ποιότητα σύνδεσης και οι πλατφόρμες που αυτή τη στιγμή διαθέτουμε είναι τέτοιες που αναγκαστικά αποκλείουν τη χρήση κάμερας, ειδικά σε μεγάλα ακροατήρια. Το μάθημα, επομένως είναι μια αποκλειστικά ακουστική εμπειρία, κατά την οποία οι φοιτητές ακούν έναν -τις περισσότερες φορές αόρατο- διδάσκοντα, ενώ αυτός από την πλευρά του μονολογεί έχοντας απέναντί του την οθόνη του υπολογιστή του και την κουρτίνα του γραφείου του. Προφανώς, οι πλατφόρμες που χρησιμοποιούμε δίνουν τη δυνατότητα στους φοιτητές να μιλήσουν. Αυτό, όμως εξυπηρετεί κυρίως τις ενδεχόμενες διευκρινιστικές ερωτήσεις. Η ούτως ή άλλως δεδομένη δυσκολία των φοιτητών -που έρχονται κατάλληλα διαμορφωμένοι από την ελληνική δευτεροβάθμια εκπαίδευση- να διατυπώσουν την άποψή τους και να πουν δημόσια τη γνώμη τους, στις συνθήκες αυτές, διογκώνεται. Και ο διδάσκων από την πλευρά του δεν εισπράττει καμία αντίδραση από τα ακροατήρια ούτε καν από τη γλώσσα του σώματος, την κατεύθυνση των βλεμμάτων, την έκφραση των προσώπων. Οι σιωπές σε ένα τέτοιο μάθημα δεν αποτελούν γόνιμο χρόνο για σκέψη, αλλά παγερά αμήχανα κενά που σε κάνουν να ελέγχεις αν έχει πέσει η γραμμή.
Με λίγα λόγια οι συνθήκες αυτές μας έστειλαν πίσω στις εποχές των από καθέδρας μονολόγων απόμακρων πανεπιστημιακών δασκάλων. Μορφές που, δε λέω, μπορεί να παρήγαγαν λαμπρούς αποφοίτους, αλλά ήταν ενταγμένες σε ένα εντελώς άλλο επιστημολογικό, κοινωνικό και παιδαγωγικό πλαίσιο. Επιπλέον, η απόσταση των τελευταίων μηνών εξοβέλισε εντελώς τη δυνατότητα, μιας μικρής ανεπίσημης συζήτησης στο πόδι, πριν την έναρξη του μαθήματος, κατά το διάλειμμα, στο διάδρομο μετά τη λήξη, τόσο ανάμεσα στον διδάσκοντα και τους φοιτητές, όσο και μεταξύ των φοιτητών. Τους τρόπους δηλαδή, ανάπτυξης σχέσεων ανάμεσα στα μέλη μιας εκπαιδευτικής κοινότητας που μπορεί να μη σχετίζονται άμεσα με το μάθημα, αλλά είναι ουσιώδεις για την εκπαιδευτική διαδικασία στο σύνολό της. Χωρίς να είμαι παιδαγωγός, αναρωτιέμαι πού πάνε σε συνθήκες «social distancing» οι αντιλήψεις του Βιγκότσκι, του Ντιούι ή του Φρέιρε που εδώ και έναν αιώνα, υπογραμμίζουν με έμφαση ότι η γνώση παράγεται εντός κοινωνικού πλαισίου;
Βεβαίως, κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία, στο Τμήμα μου συζητήσαμε, όσο πιο διεξοδικά μπορούσαμε, τα νέα δεδομένα και αποφασίσαμε να εκμεταλλευτούμε τις θετικές πλευρές της νέας συνθήκης. Δηλαδή να επιδιώξουμε τη συμμετοχή περισσότερων φοιτητών στα εξ αποστάσεως μαθήματα, καθώς η εμπειρία των τελευταίων ετών έχει δείξει ότι στα περιφερειακά πανεπιστήμια είναι πολλοί εκείνοι που απέχουν συστηματικά, είτε επειδή δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα παραμονής στον τόπο σπουδών τους είτε επειδή εργάζονται για να τα βγάλουν πέρα. Η σύντομη εμπειρία έδειξε ότι αυτό μέχρι ένα βαθμό επιτεύχθηκε και τα ακροατήρια των μαθημάτων ήταν σχετικά ενισχυμένα. Το γιατί δεν φτάσαμε σε ακόμη μεγαλύτερα ποσοστά συμμετοχής είναι ένα θέμα που χρήζει συστηματικής και σε βάθος μελέτης, ανεξάρτητα από το αν αφορά την εξ αποστάσεως ή τη δια ζώσης εκπαίδευση. Σε κάθε περίπτωση, το στοίχημα που βάλαμε εμείς είναι να αξιοποιήσουμε τη βελτιωμένη κατάσταση που παρατηρήσαμε για να κληροδοτήσουμε στην επόμενη -δια ζώσης ελπίζω- περίοδο μια «κουλτούρα συμμετοχής».
Επί πλέον, τα μαθήματα μέσω των ειδικών ψηφιακών εργαλείων έδωσαν τη δυνατότητα να αναπτυχθούν ασκήσεις και εκπαιδευτικές δραστηριότητες, εντός των ορίων της εβδομαδιαίας συνάντησης του μαθήματος, που βοηθούν ιδιαίτερα την ολοκληρωμένη ανάπτυξή του. Αυτό, βέβαια, δε σχετίζεται με την εξ αποστάσεως συνθήκη, αλλά με τις σύγχρονες αντιλήψεις περί ανώτατης εκπαίδευσης που θέλουν τους φοιτητές να μπαίνουν στην αίθουσα με το λάπτοπ τους και να είναι καθόλη τη διάρκεια του μαθήματος συνδεδεμένοι τόσο φυσικά όσο και ψηφιακά. Σενάρια επιστημονικής φαντασίας, για τα ελληνικά δεδομένα, όπου οι φοιτητές, μέσα στην τάξη, κινούνται στην επικίνδυνη ισορροπία του τεφτεριού για τις σημειώσεις και του κινητού τηλεφώνου για ταυτόχρονο scroll στα social media.
Συμπερασματικά, πιστεύω ότι τα ψηφιακά εργαλεία είναι πολύτιμα στο πλαίσιο της ανώτατης εκπαίδευσης και το διάλειμμα της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης μας ώθησε να τα διερευνήσουμε σε κάποιο βαθμό. Θεωρώ, όμως, ότι τα όποια θετικά στοιχεία διαπιστώνουμε ή -ακόμη χειρότερα- η διαπίστωση ότι μπορούμε να διεκπεραιώσουμε και με αυτόν τον τρόπο το εξάμηνο δεν πρέπει επ ουδενί να υιοθετηθούν ως μια αποδεκτή εναλλακτική στη δια ζώσης εκπαιδευτική διαδικασία. Πιστεύω ότι το βασικό ζητούμενο των πανεπιστημίων δεν είναι η μονόδρομη μετάδοση ενός πακέτου πληροφοριών προς τους φοιτητές μας, η οποία μπορεί να γίνεται έτσι ή αλλιώς, προσαρμοσμένη στις συνθήκες. Αντίθετα, ο κύριος στόχος είναι, κατά τη γνώμη μου, η ανάπτυξη ουσιαστικών σχέσεων στο πλαίσιο των οποίων ο διδάσκων προτείνει μοντέλα σκέψης και επεξεργασίας δεδομένων, μαζί με μοντέλα κοινωνικής συμπεριφοράς. Και, μέσα από την αλληλεπίδραση των μελών της εκπαιδευτικής κοινότητας, αυτά τα μοντέλα εξελίσσονται, αναπαράγονται ή ανατρέπονται. Πράγματα που, όσο και αν είμαστε παντοιοτρόπως και συνεχώς ψηφιακά δικτυωμένοι, πιστεύω ακράδαντα ότι απαιτούν, ακόμη και στην εποχή μας, τη ζεστασιά της άμεσης ανθρώπινης επαφής. Θα ήθελα, βρε αδερφέ, μετά από χρόνια, να μπορώ να αναγνωρίσω στο δρόμο έναν φοιτητή μου, με την ελπίδα ότι θα σχηματιστεί στο πρόσωπό του ένα, γνώριμο από τον καιρό των μαθημάτων, χαμόγελο.