«Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια χώρα μακρινή, που κανείς ποτέ δε γνώρισε και κανένας χάρτης δε ζωγράφισε (ποιητική αδεία), ζούσε ένας γέρος. Είχε μακριά γενειάδα και μαλλιά λευκά. Οι ρυτίδες στο πρόσωπό του ήταν σα χαρακιές βαθιές, τα χέρια του ροζιασμένα· κανείς δεν τον είχε ακούσει να μιλά, κανένας δεν τον είχε δει να χαμογελάει. Μονάχα τα μάτια του έλαμπαν πού και πού, σαν έβλεπε τις αχτίδες του ήλιου να περνούν, λαμπερές, μέσα από τα φύλλα των δέντρων ή την άνοιξη, σαν έβλεπε τα πρώτα άνθη να σκάνε και να γεμίζουν τις αμυγδαλιές.
Χρόνια πριν, λένε, όταν ήταν ακόμη παιδί, μία νύχτα που ‘χε πανσέληνο, μία μάγισσα με μία μύτη μεγάλη και σουβλερή κι ένα καπέλο που το είχε υφάνει από ιστούς αράχνης, είχε κάνει ένα ξόρκι. Μία κατάρα βαριά. Από εκείνη τη νύχτα, μέσα στο σώμα ‘κείνου του παράξενου ανθρώπου ζούσαν αβγά δράκων. Τα χρόνια περνούσαν. Τα αβγά έσκαγαν και γίνονταν ολόκληροι δράκοι. Γεννούσαν με τη σειρά τους, καινούρια αβγά… καινούριοι δράκοι, καινούρια αβγά και πάλι δράκοι… Ζούσαν μέσα στο σώμα του. Παρασιτούσαν. Τρέφονταν από το αίμα και τους ιστούς του δέρματός του. Ανέπνεαν το οξυγόνο του.
Μάταια προσπαθούσε να τους διώξει. Πήγε σε μάγισσες πολλές, κατάπιε φίλτρα μαγικά, άνοιξε τρύπες στο κορμί του και πάλεψε να τραβήξει τα τέρατα έξω. Τίποτα δε γινόταν.
Τα χρόνια περνούσαν. Εκείνος ντρέπονταν και απορούσε. Σταμάτησε να πλησιάζει τους ανθρώπους, από φόβο μη τυχόν και κανένας καταλάβει· μη τυχόν και κανένας ακούσει μέσα στη σιωπή της νύχτας, τους δράκους να βρυχούνται.
Κάποτε που τριγύριζε σ’ ένα πυκνό δάσος, βρήκε ένα δέντρο με μία μεγάλη κουφάλα. Ήταν το τέλειο μέρος για να κρύψει την αλλόκοτη ύπαρξή του. Η κουφάλα ήταν τόσο μεγάλη που χωρούσε να σταθεί όρθιος μέσα, ίσως χωρούσαν και λιγοστά αντικείμενα – μία καρέκλα, μερικά βιβλία, μερικά τελάρα και μπογιές για να ζωγραφίζει τις τερατόμορφες υπάρξεις που ζούσαν μέσα του –προσπαθούσε, αποτυπώνοντάς τες στο χαρτί, να καταλάβει πώς μοιάζουν, να καταλάβει τι είναι και ‘‘γιατί’’…»
Βασικά όχι. Δηλαδή ναι, αλλά όχι.
Αφήστε το παραμύθι. Μεγάλα παιδιά είσαστε και έτσι ας μιλήσουμε. Ας αφήσουμε κατά μέρος τους γέρους, τις μάγισσες και τους δράκους. (Δεν ξέρω πολλά άλλωστε. Εγώ είμαι ειδική μόνο για τους μονόκερους, για δράκους ρωτήστε την Khaleesi.)
Όπου γέρος, πηγαίνετε στο πλησιέστερο καθρέφτη, εξετάστε τη μορφή που βλέπετε σα να την αντικρίζετε για πρώτη φορά και ύστερα ελάτε να συνεχίσουμε. (Εγώ περιμένω. Εντάξει; Το κάνατε;)
Όπου δράκος και αβγά, βάλτε τις τελευταίες σκέψεις που κάνατε και έφεραν δάκρυα στα μάτια σας. Κανονικά δάκρυα. Από εκείνα που καίνε, που κάνουν το δέρμα να τσούζει και την ανάσα να χάνεται. Έχουν πολλά ονόματα τούτες οι σκέψεις. Βαφτίστε τες απόρριψη, άγχος, μοναξιά, απωθημένα. Βαφτίστε τες, αν τολμάτε, και αλλιώς. Με πιο βαριά «ονόματα», πιο ηχηρά, περισσότερο τρομακτικά. Κατάθλιψη, κακοποίηση, διαταραχή.
Όπου μάγισσα και ξόρκια… Αυτό απλά ξεχάστε το. Ήταν το απαραίτητο cliché για να υπάρξει συνοχή στο παραμύθι.
Τι καταλαβαίνετε από όλα αυτά; Σας μπέρδεψα;
Βλέπετε, τα παραμύθια (αν εξαιρέσουμε ότι τα πιο γνωστά από αυτά έχουν φτιαχτεί από παιδόφιλους και περιγράφουν κανιβαλικές, νεκροφυλικές και άλλες ψυχασθενικές τάσεις με τον πιο φυσικό τρόπο), χρησιμοποιούνται για να μιλήσουμε για εκείνα που φοβόμαστε· για εκείνα που ξέρουμε, για εκείνα που ζούμε, για εκείνα που νιώθουμε και φοβόμαστε να τα ονοματίσουμε. (Παρένθεση πάλι: εκτός από τα παραμύθια που μου έλεγε η γιαγιά μου όταν ήμουν μικρή. Για τους Γερμανούς, τα Καλάβρυτα και τον μόρτη αλήτη προπάππου που πολύ θα ήθελα να έχω γνωρίσει και μία μέρα θα γράψω την ιστορία της ζωής του σε βιβλίο. Και μετά θα την κάνω ταινία. Και θα με δοξάσει το Χόλλυγουντ και θα γίνω πλούσια. Αλλά αυτά δεν ήταν ακριβώς παραμύθια. Και μου τα λέει ακόμα. –Γεια σου γιαγιά!- Κλείνει παρένθεση.)
Κάπου το χάσαμε, όμως, με τις πολλές παρενθέσεις, οπότε συγκεντρώστε το μυαλό σας και ας επιστρέψουμε σε εκείνα που από φόβο κρατάμε μέσα μας. Από φόβο!
Από φόβο, μη τυχόν και προκαλέσουμε τον οίκτο των γύρω μας. Μη τυχόν και δεν καταλάβουν. Μη τυχόν και αλλάξει η στάση τους απέναντί μας. Μη τυχόν και μας θεωρήσουν λιγότερο άτρωτους, λιγότερο δυνατούς…· μη τυχόν και μας θεωρήσουν περισσότερο ανθρώπους. Ανθρώπους με αδυναμίες, με συναισθήματα, με πάθη. Μη τυχόν και γκρεμίσουν τις άμυνες που μας πήρε χρόνια να χτίσουμε· τα τείχη που υψώσαμε γύρω μας και δεν αφήσαμε χαραμάδες να περνάει έστω λιγοστό φως, λιγοστός αέρας, πνοές ανθρώπων.
Ύστερα, είναι και το άλλο… Όταν κρατάς αυτό που ζεις μέσα σου, ‘κείνο που σκέφτεσαι, ‘κείνο που νιώθεις, το κάνεις να μοιάζει λιγότερο πραγματικό. Όταν βγουν λόγια προφερμένα από το στόμα σου, όταν το ονοματίσεις, του δίνεις σάρκα και οστά. Του δίνεις υπόσταση, το κάνεις… αλήθεια.
Μα να σου πω κάτι;
Είναι αληθινό· είτε έχεις τα κότσια να το αναγνωρίσεις, είτε όχι. Έχει σάρκα και οστά. Και μονάχα αν το παραδεχθείς, θα μπορέσεις να το απελευθερώσεις. Και να απελευθερωθείς κι εσύ. Να το παραδεχθείς. Να το κοιτάξεις κατάματα και να του δώσεις τη σημασία που του αξίζει. Κι ύστερα να μιλήσεις.
Δε σου λέω ότι κάτι θα αλλάξει, δε στο υπόσχομαι. Μακάρι να μπορούσα. Αλλά μη φοβάσαι. Ούτε «αυτό», ούτε τους «άλλους». Ασ’ τους να δουν ότι είσαι άνθρωπος. Άσε να δουν πόσο τους μοιάζεις. Ίσως να νοιαστούν με έναν τρόπο που δεν περίμενες. Ίσως και όχι. Τουλάχιστον θα ξέρεις. Ίσως υποτιμήσουν το «αυτό» και σε κάνουν να το δεις κι εσύ με άλλα μάτια. Ίσως και να σε απογοητεύσουν. Τουλάχιστον θα ξέρεις. Ίσως σε κάνουν μια σφιχτή αγκαλιά, σου σκουπίσουν τα δάκρυα και νιώσεις την πνοή τους να περνά από τις χαραμάδες σου. Ίσως σε λυπηθούν και θελήσεις έκτοτε να τους κρατήσεις μακριά από τα τείχη σου. Τουλάχιστον θα ξέρεις.
Και αυτή η γνώση είναι πολύ σπουδαία. Αυτό σου το υπόσχομαι.
Κι αν θέλεις πού και πού, να το ζεις ξανά -αν έχεις ανάγκη να κλάψεις, να χαθείς μέσα «του»- κάν’ το. Αλλά θα κάνουμε μία συμφωνία. Άναψε ένα τσιγάρο ή ένα κερί. Και ζήσ’ το όσο κρατάει η κάφτρα του τσιγάρου ή το φιτίλι του κεριού. Τόσο μόνο.
Τόσο μόνο του αξίζει.
Ξέρω τι σου λέω.
Been there, done that, που λέμε και στο χωριό μου.
ΥΓ. Αφού κατάφερα να σε ρίξω και να σου μαυρίσω τη ψυχή άκου αυτό.
Image courtesy of kanate at FreeDigitalPhotos.net