Της Αλίκης Παπαδοπούλου
Από τον επιχειρηματία Bryan Johnson, ο οποίος ξοδεύει εκατομμύρια για να διατηρήσει τη νεότητά του και να νικήσει τον θάνατο, μέχρι τους influencers που προωθούν τεχνικές και σκευάσματα που θυμίζουν περισσότερο γιατροσόφια παρά τεκμηριωμένες ιατρικές μεθόδους, η ανάγκη του ανθρώπου να επιβληθεί στην αμετάκλητη πορεία του σώματος προς τον θάνατο παραμένει διαχρονική.
Η προσπάθεια ελέγχου και βελτίωσης της βιολογικής μας κατάστασης μέσω πειραματικών πρακτικών, όπως η χρήση συμπληρωμάτων διατροφής, φορητών συσκευών, smart drugs, και άλλων μεθόδων που αγγίζουν τα όρια της επιστημονικής φαντασίας, ονομάζεται biohacking.
Μέχρι σήμερα, χάρη στην εξέλιξη της επιστήμης, ο άνθρωπος είναι σε θέση να βελτιώνει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι παλαιότερα την ποιότητα ζωής του, να παρατείνει το προσδόκιμο ζωής του και να βρίσκει θεραπείες για πολλές άλλοτε θανατηφόρες ασθένειες. Μια ισορροπημένη διατροφή, η λήψη συμπληρωμάτων και βιταμινών όπου και όποτε υφίσταται έλλειψη στον οργανισμό, η βελτίωση του ύπνου και η κατάλληλη σωματική άσκηση, μπορούν να θεωρηθούν μια ασφαλής μορφή biohacking με την οποία συμφωνεί η ιατρική και η επιστημονική κοινότητα.
Κλινικά δοκιμασμένες πρακτικές biohacking αποτελούν τα εξής :
- Smartwatch, όπως και άλλες παρόμοιες τεχνολογίες, τα οποία χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση της ποιότητας του ύπνου. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της καταγραφής των κινήσεων του ατόμου κατά τη διάρκεια του ύπνου, καθώς και της μέτρησης των καρδιακών παλμών.
- Συμπληρώματα διατροφής, όπως βιταμίνη D, μετά από αιματολογικές εξετάσεις και συνταγογράφηση από τον ιατρό.
- Ισορροπημένη διατροφή, σχεδιασμένη και προσαρμοσμένη στις ατομικές ανάγκες, από τον διατροφολόγο.
- Σωματική άσκηση κατάλληλη για κάθε άτομο ανάλογα με την ηλικία και την φυσική του κατάσταση.
- Αποχή από το κάπνισμα και το αλκοόλ.
Όμως, η ανεξέλεγκτη διάδοση της πληροφορίας μέσω του διαδικτύου και η αυξανόμενη επιρροή των εναλλακτικών μορφών θεραπείας έχουν δώσει έδαφος σε ένα κίνημα DIY βιολογίας, το οποίο συχνά δρα παραπλανητικά με αποκλειστικό στόχο το κέρδος, θέτοντας σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία. Με την προώθηση σκευασμάτων που δεν πληρούν τα ιατρικά πρωτόκολλα, δημιουργείται ένα κερδοσκοπικό δίκτυο το οποίο βασίζεται εξ ολοκλήρου στην αδυναμία του ατόμου να αποδεχθεί τη σκληρή πραγματικότητα της θνητότητάς του.
Μία από τις πιο αμφιλεγόμενες πρακτικές του biohacking είναι οι εγχύσεις πλάσματος από νεαρούς δότες σε ηλικιωμένους — μια μέθοδος που, όπως προειδοποιεί η FDA (Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ), δεν πρέπει να θεωρείται ούτε ασφαλής ούτε αποτελεσματική. Φτάνουμε λοιπόν στο σημείο, της οικονομικής εκμετάλλευσης μίας καινοτομίας που υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσε να αναπτυχθεί με πλήρη επιστημονική μεθοδολογία.
Κάποιες από τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στο biohacking είναι οι εξής :
Η Apple Inc. εταιρεία που παράγει φορητές τεχνολογικές συσκευές (wearable technology), ενσωματώνοντας λειτουργίες παρακολούθησης της υγείας στα προϊόντα της.
Η Google Fitbit ειδικεύεται στην παραγωγή wearables γυμναστικής και στην ανάπτυξη εφαρμογών παρακολούθησης της υγείας.
Η Ketone-IQ είναι αμερικανική εταιρεία που εξειδικεύεται στην παραγωγή και διανομή ποτού κετονών (ketone drink).
Η Nuanic επικεντρώνεται στην βελτίωση τόσο της σωματικής όσο και της ψυχικής υγείας, παρέχοντας εργαλεία που βοηθούν τον χρήστη να κατανοεί και να ρυθμίζει καλύτερα τις φυσιολογικές του λειτουργίες.
Κάθε νέα ιδέα μπορεί να αποτελέσει πεδίο επένδυσης, είτε από επιχειρηματίες είτε από επιστήμονες, και όταν αυτό γίνεται με τήρηση των απαραίτητων πρωτοκόλλων, μπορεί να αποφέρει σημαντικά οφέλη στην κοινωνία. Χρειάζεται όμως να γίνει κατανοητό, ότι κάθε φορά που μια καινοτομία κεντρίζει έντονα το ενδιαφέρον, συνίσταται να προχωρά παράλληλα και η επιστημονική της αξιολόγηση. Αν λοιπόν υπήρχε απόλυτη βεβαιότητα ότι κάθε σκεύασμα, δίαιτα ή πειραματική διατροφική μέθοδος έχει την έγκριση της επιστημονικής κοινότητας και μπορεί να εφαρμοστεί χωρίς κίνδυνο, τότε θα επρόκειτο για τεράστια πρόοδο στον τομέα της υγείας. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η προώθηση αυτών των τεχνικών από γιατρούς, εταιρείες, ακόμη και από influencers, θα μπορούσε να θεωρηθεί σχεδόν ηθική υποχρέωση. Η πραγματικότητα, όμως, είναι πολύ πιο περίπλοκη.
Το βασικό πρόβλημα που προκύπτει δεν αφορά μόνο το επίπεδο ασφάλειας αυτών των πρακτικών ή το κατά πόσο είναι ωφέλιμες οι οδηγίες των wellness γκουρού, αλλά και το αν ο εμμονικός έλεγχος του σώματος και της υγείας τελικά μειώνει την ποιότητα ζωής. Το ουσιαστικό ερώτημα είναι: πόσο «χάνεις» από τη ζωή, στην προσπάθειά σου να την κάνεις να διαρκέσει για πάντα;