Εθνικός διάλογος για την Παιδεία: Κενές ελπίδες;
Των Αναστασίας Ζωγοπούλου, Ελίζας Σακκά και Νικόλ Τσέλλου*
Την 1η Δεκεμβρίου προκηρύχθηκε ένας ακόμη Εθνικός Διάλογος για την παιδεία, με σκοπό την ανεύρεση λύσεων στα φλέγοντα ζητήματα που συνεχώς ανακύπτουν. Θα επιτευχθούν οι επιδιωκόμενοι στόχοι ή θα αποβεί για ακόμη μία φορά άκαρπη η προσπάθεια;
Η έναρξη των συνεδριάσεων της Επιτροπής Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου για την Παιδεία, στις 28 Δεκεμβρίου, αποτέλεσε τη θρυαλλίδα για μία σειρά συζητήσεων γύρω από το θεμελιώδες, και για κάθε νέα κυβέρνηση επίκαιρο ζήτημα, που λέγεται Παιδεία. Παρουσία του Υπουργού Νίκου Φίλη ξεκινά και πάλι ένας κύκλος συζητήσεων αναφορικά με τους στόχους της εκπαίδευσης και την άμβλυνση των κακώς κειμένων που ταλανίζουν την κάθε εκπαιδευτική βαθμίδα. Τριάντα χρόνια μετά τη σύσταση του πρώτου εθνικού διαλόγου από τον Αντώνη Τρίτση αναρωτιόμαστε, εάν όντως πρόκειται για μία ρύθμιση ωφέλιμη ή εάν τελικά ο “διαρκής εθνικός διάλογος” δεν είναι τίποτα περισσότερο από προσχηματικές εξαγγελίες, χωρίς ουσιαστικό αντίκτυπο. Κι ενώ αποτελεί κοινό τόπο πως η παιδεία ανέκαθεν λειτουργούσε ως πεδίο μεταρρυθμιστικών πειραμάτων και διαξιφισμών των εκάστοτε κυβερνήσεων, τι είναι στην πραγματικότητα αυτό που πρέπει να συμβεί ώστε να πάψει η παιδεία μας να έχει κομματική απόχρωση; Και καθώς από το 1986, που πραγματοποιήθηκε ο πρώτος εθνικός διάλογος μέχρι σήμερα, αριθμούνται άλλα τρία παρόμοια εγχειρήματα με κοινό τους γνώρισμα τον ατελέσφορο χαρακτήρα, τι είναι άραγε αυτό που προκαλεί τις αγκυλώσεις;
Η εμπειρία και το πρόσφατο παρελθόν αποδεικνύουν ότι οι εθνικοί διάλογοι δεν λειτούργησαν σωστά και δεν οδήγησαν στα επιθυμητά αποτελέσματα, γιατί χρησιμοποιήθηκαν από τις εκάστοτε κυβερνήσεις ως μέσο νομιμοποίησης των κρατικών επιλογών ως προς την εκπαιδευτική πολιτική και οργάνωσης της κοινωνικής συναίνεσης γύρω από αυτές. Αντί να προάγουν ουσιαστικές λύσεις και μεταρρυθμίσεις σε όλους τους τομείς της εκπαίδευσης, λειτούργησαν ως τακτικές προώθησης της κυρίαρχης πολιτικής, αν και ο εθνικός διάλογος θεωρείται από πολλούς το δημοκρατικότερο μέσο επίλυσης προβλημάτων και επίτευξης αποτελεσμάτων.
Ο νέος εθνικός διάλογος για την παιδεία αναμένεται να ολοκληρωθεί σε 12 συναντήσεις- συζητήσεις, κάθε μία από τις οποίες θα αναφέρεται σε ξεχωριστό θέμα, με την κατάθεση προτάσεων στη Βουλή τον Απρίλιο. Η θεματολογία των συζητήσεων οριστικοποιήθηκε από τη Βουλή και αφορά τις δημοκρατικές αξίες που οφείλουν να διέπουν την εκπαίδευση και στις τρεις βαθμίδες της, την εξωστρέφεια που θα πρέπει να αντικατοπτρίζεται στην παιδεία , την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών στην εκπαιδευτική διαδικασία, τις προοπτικές για τους νέους επιστήμονες, τη συνδρομή των Κοινωφελών Ιδρυμάτων και των ΜΚΟ στην έρευνα καθώς και την υιοθέτηση του μοντέλου της συνεχούς και δια βίου εκπαίδευσης. Εκτός από αυτά, θα συζητηθούν και πιο τεχνικά ζητήματα όπως αυτό των μεταγραφών, της αξιολόγησης τόσο των εκπαιδευτικών μονάδων, όσο και των εκπαιδευτικών, της διοίκησης και προπάντων των οικονομικών, θέμα που αποτελεί αγκάθι αν αναλογιστεί κανείς την οικονομική κατάσταση της χώρας. Ο εθνικός διάλογος για την Παιδεία πραγματοποιείται σε τρία επίπεδα με τη σύσταση ή ανασύσταση των ακόλουθων φορέων: Εθνική Επιτροπή του Εθνικού Κοινωνικού Διαλόγου με συμμετοχή κοινωνικών φορέων, Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής με συμμετοχή των κομμάτων, Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας όπου θα συμμετέχουν προσωπικότητες με βαθιές γνώσεις στα εκπαιδευτικά ζητήματα, ενώ στις συζητήσεις αυτές συμμετοχή θα έχει και το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής. Δυσάρεστο είναι το γεγονός ότι κοιτώντας κανείς τη λίστα των μελών συνειδητοποιεί πως η συντριπτική πλειονότητα ανήκει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και πως οι άλλες δύο βαθμίδες κάθε άλλο παρά ισάξια εκπροσωπούνται. Τα μέλη που επιλέχθηκαν για τη στελέχωση αυτής της προσπάθειας είναι 36 προσωπικότητες από τον χώρο της εκπαίδευσης. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, τέλος, είναι η πρωτοβουλία του υπουργείου για δημιουργία ειδικής ηλεκτρονικής πλατφόρμας όπου τόσο μεμονωμένα άτομα, όσο και φορείς μπορούν να καταθέτουν τις προτάσεις τους.
Τα μεγάλα και σύνθετα προβλήματα που ταλανίζουν επί χρόνια έναν από τους πιο πολύπαθους τομείς της δημόσιας ζωής απαιτούν σοβαρές και ουσιαστικές παρεμβάσεις. Οι έτοιμες λύσεις, η προσκόλληση σε κομματικά μικροσυμφέροντα και η συζήτηση για την συζήτηση είναι δεδομένο πως δεν θα οδηγήσουν στα επιθυμητά αποτελέσματα. Μέσα από τον εθνικό διάλογο πρέπει να καταγραφούν τα πραγματικά προβλήματα που μαστίζουν και τις τρεις βαθμίδες της εθνικής μας παιδείας και ύστερα από διαβουλεύσεις με ανθρώπους που πραγματικά γνωρίζουν το σύστημα εκ των έσω, να προταθούν λύσεις. Λύσεις που δεν θα αποτελούν πανάκεια, αλλά θα είναι το πρώτο βήμα για την αναδιαμόρφωση της λυδίας λίθου ώστε πλέον και για πρώτη φορά, να διαμορφώνουμε συνειδητοποιημένους πολίτες, πολίτες με διευρυμένη σκέψη και κριτική ικανότητα.
Μέχρι σήμερα κάθε εθνικός διάλογος έχει καταλήξει κενό γράμμα με ανεφάρμοστα πορίσματα και κατ΄επέκταση άλυτα προβλήματα. Κατά κύριο λόγο υφίσταται για να καθαγιάζει τις όποιες δραματικές αλλαγές και να λειτουργεί ως μηχανισμός επιβολής τους. Και παρόλο που είναι ουτοπικό να αναμένει κανείς την πλήρη έλλειψη κομματικής χροιάς στο ζήτημα της εκπαίδευσης, μιας και δεν υπάρχει ασφαλέστερος αντικατοπτρισμός μίας πολιτικής ηγεσίας από την παιδεία που επιβάλλει, πρέπει κάποια στιγμή να περιοριστεί η επιθυμία των κυβερνήσεων για άσκοπους πειραματισμούς στον χώρο της εκπαίδευσης. Ένας εθνικός διάλογος μπορεί να είναι επιτυχημένος αν τα πορίσματα οδηγούν πράγματι σε αλλαγές, αν λειτουργεί ως μηχανισμός διαιτησίας για τις ανακύπτουσες διαφορές, αν είναι στην ουσία του διακομματικός και συμμετέχουν εκτός από την κυβέρνηση, η αντιπολίτευση, ειδικοί επιστημονικοί φορείς και απλοί πολίτες (διδάσκοντες, διδασκόμενοι, κηδεμόνες) και αν υπάρχει ένα μίνιμουμ συμφωνίας από όλες τις πλευρές. Αν πληρούνται σωρευτικά όλες οι παραπάνω προϋποθέσεις, τότε ελπίζουμε ότι μπορεί να αποτελέσει πραγματικά πρόσφορο μέσο εξυγίανσης του εκπαιδευτικού συστήματος.
Μπορεί το παρελθόν να είναι μελανό και να αποδεικνύει την αδυναμία της εκάστοτε κυβέρνησης να προβεί σε αληθινές μεταρρυθμίσεις, αλλά κάθε προσπάθεια με ανάλογη στοχοθεσία αξίζει ενθάρρυνση μέχρι να ολοκληρωθεί και τότε μπορούμε πραγματικά να την κρίνουμε κι αν χρειαστεί να την επικρίνουμε. Ελπίδες για μία θετικότερη έκβαση μας δίνει η δήλωση του Θ.Κοτσιφάκη, εκπαιδευτικού και μέλους της επιτροπής του Διαλόγου για την παιδεία, που μεταξύ άλλων αναφέρει: «Εμείς πρέπει, και ως προς τη διαδικασία που θα ακολουθήσουμε και ως προς την ουσία του διαλόγου, να τραβήξουμε μια διαφορετική πορεία. Κάθε πρόταση που οδηγεί σε καλυτέρευση τη δημόσια εκπαίδευση πρέπει να αξιοποιηθεί. Έχουμε συνείδηση πως οποιαδήποτε εκπαιδευτική αλλαγή, όσο και αν έχει μελετηθεί, για να στεριώσει απαιτείται να δίνει θετικές λύσεις στα υπαρκτά προβλήματα της εκπαίδευσης και να έχει τη συμφωνία (τουλάχιστον επί της «αρχής») όσων θα κληθούν να την υλοποιήσουν, δηλαδή των εκπαιδευτικών. Αποδεχόμαστε, βέβαια, ως προϋπόθεση σε αυτό το διάλογο μια σημαντική αρχή, που τη θεωρούμε αδιαπραγμάτευτη: Η εκπαίδευση είναι δημόσιο αγαθό, δεν είναι εμπόρευμα, και οφείλει η πολιτεία να φροντίζει με τις πολιτικές της να προσφέρεται αυτή από το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα σε όλες τις βαθμίδες δωρεάν και χωρίς καμία διάκριση οποιασδήποτε μορφής σε όλα τα παιδιά που ζουν σε αυτή τη χώρα».
*Οι Αναστασία Ζωγοπούλου, Ελίζα Σακκά και Νικόλ Τσέλλου παρακολουθούν το Σεμινάριο Δημοσιογραφικού Λόγου του Citycampus.gr
Αν επιθυμείς να διεκδικήσεις υποτροφίες στην Ελλάδα ή το εξωτερικό, ο Οδηγός Υποτροφιών του Citycampus που μόλις κυκλοφόρησε σου προσφέρει ό,τι χρειάζεσαι!
Θέλεις να ενημερώνεσαι έγκυρα και κυρίως έγκαιρα με το πάτημα ενός κουμπιού; Κατέβασε την εφαρμογή μας από το Playstore (citycampus.gr) και διάβασε όλα τα νέα άρθρα εύκολα και γρήγορα!