Training: Πώς να πετύχετε και πώς να αποτύχετε
Όταν μια εταιρεία προσλαμβάνει νέους υπαλλήλους, η συνήθης πρακτική περιλαμβάνει την εκπαίδευση τους. Πρόκειται για το λεγόμενο «training». Κατά την περίοδο αυτή, ο εργαζόμενος αποκτά τις δεξιότητες και εξοικειώνεται με τα εργαλεία που θα διευκολύνουν τη νέα εργασιακή του καθημερινότητα. Ταυτόχρονα μαθαίνει τη φιλοσοφία, τους στόχους και τις αξίες της επιχείρησης, πώς αναμένεται να τα προωθεί μέσα από τη δουλειά του.
Γιατί αποτυγχάνει ένα training;
Ακόμη και ένας νέος εργαζόμενος διαθέτει συνήθως ήδη κάποια εμπειρία στον συγκεκριμένο τομέα εργασίας. Η εμπειρία αυτή φέρει μαζί μία συγκεκριμένη μεθοδολογία, κουλτούρα και συνήθειες, οι οποίες δύσκολα αλλάζουν. Στη νέα θέση, λοιπόν, ο εργαζόμενος επιλέγει συχνά να δουλεύει με τις μεθόδους που ήδη γνώριζε. Σαν αποτέλεσμα, η εκπαίδευση αποτυγχάνει και ο εργαζόμενος δεν εφαρμόζει στην πράξη αυτά που ζητά ο εργοδότης.
Αυτό οδηγεί στο να μην υπάρχει κοινό mindset στις δύο πλευρές. Η διοίκηση της εταιρείας, οργανώνοντας ένα training, συχνά επαφίεται στο να εφαρμόσει με στείρο και τυποποιημένο τρόπο αυτά που έχει σχεδιάσει. Οι εργαζόμενοι λαμβάνουν κατευθύνσεις και οδηγίες σε μορφή λίστας. Αυτό, όμως, που παραβλέπεται συχνά είναι η σημασία της πρόθεσης του ατόμου να ακολουθήσει αυτά που μαθαίνει. Πράγματι, αν ο εργαζόμενος δεν αντιληφθεί τη χρησιμότητα των δεξιοτήτων αυτών ή απλούστατα δεν επιθυμεί να τις ενστερνιστεί, θα συνεχίσει να εργάζεται με τις μεθόδους που γνωρίζει εκ των προτέρων.
Σχεδιάζοντας το αποτελεσματικό training
Εφόσον το πρόβλημα έχει δύο πλευρές, και η ολοκληρωμένη επίλυσή του πρέπει επίσης να έχει δύο πλευρές.
Όσον αφορά τους εργαζόμενους, είναι απαραίτητη μία στρατηγική που θα αλλάξει την αντιμετώπισή τους απέναντι στο training. Μία νέα προσέγγιση θα ήταν να αλλάξει εκ βάθρου ο στόχος της εκπαίδευσης των νέων συνεργατών. Να μην εστιάζει, δηλαδή, στο να διαμορφώσει τον τρόπο που λειτουργεί ο εργαζόμενος. Αντίθετα, να επιδιώκει να διαμορφώσει τη νοοτροπία που τον οδηγεί στις εργασιακές του αποφάσεις να ευθυγραμμίσει τα κριτήρια και τις αξίες που οδηγούν τη σκέψη του εργαζόμενου με τις δικές της επιδιώξεις.
Επιπλέον, η ίδια η εταιρεία θα πρέπει να αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα των μεθόδων που χρησιμοποιεί στα trainings της. Συχνή εξήγηση της αποτυχίας είναι το γεγονός ότι το training δεν είναι σχεδιασμένο από την οπτική του εργαζόμενου. Αντίθετα, φέρει αποκλειστικά την οπτική στελεχών και διευθυντών. Όταν, λοιπόν, υπάρξει σύγκλιση των δύο οπτικών και επικοινωνία σχετικά με τις προσδοκίες της εταιρείας και τις ανάγκες των εργαζομένων, τότε θα προκύψει ένα ουσιαστικό και αποτελεσματικό για όλους training.
Η αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο δουλεύει κανείς μπορεί να ενισχύσει την παραγωγικότητα και να διευκολύνει τον ίδιο τον εργαζόμενο να αποτελέσει αναπόσπαστο μέλος της νέας ομάδας. Το training δρα καθοριστικά σε αυτό. Γι’ αυτό και αξιολογείται ως μία επωφελής επένδυση της εταιρίας στο προσωπικό της. Αναλύοντας το πρόβλημα της αναποτελεσματικότητα των trainings, μπορούμε να εντοπίσουμε ότι το σημαντικότερο ζήτημα είναι η επικοινωνία μεταξύ διεύθυνσης και εργαζόμενων. Στον κόσμο των επιχειρήσεων καθένας χρειάζεται να συνεισφέρει με την γνώση και την εμπειρία του σε έναν ουσιαστικό διάλογο. Έτσι μόνο θα προκύψει η σχεδίαση του κατάλληλου training, που θα βελτιώσει την εργασιακή καθημερινότητα όλων.