Επίσημη πρεμιέρα του 2ου κύκλου με vintage φανταστικο-ιστορία και μια υπόσχεση στο πιτσιρίκι που κουβαλάμε μέσα μας.
Μια παρέα παιδιών, έφηβοι ή λίγο μεγαλύτεροι – τότε που οι ορμόνες κάνουν πάρτι, που ο κόσμος είναι μικρός και η ζωή πολύ μεγάλη, που οι δυνάμεις είναι υπερφυσικές και τα όνειρα απέχουν μόνο μία απόφαση. Μία παρέα παιδιών μεγαλωμένοι κοντά στη θάλασσα και πίσω από τη θάλασσα στεριά. Αυτή ήταν η θέα, αυτό κοιτούσαν καθισμένοι στην παραλία• την απέναντι στεριά που έμοιαζε κοντινή. Μ’ ένα χέρι τεντωμένο και η απόσταση θα καλυπτόταν. Ορίζοντας στις πενήντα αποχρώσεις του μπλε και μια επιθυμία…
Να πάνε ως εκεί. Να φθάσουν απέναντι. Χωρίς καράβι ή βάρκα, χωρίς μέσα κατασκευασμένα. Να κολυμπήσουν. Να φθάσει το κορμί τους μόνο του. Δεν ήταν άλλωστε ο προορισμός, το “φθάσιμο” – τα έχει διδάξει και ο Καβάφης πιο σωστά και πιο λυρικά. Ήταν αυτό το “ενδιάμεσο”, αυτό που τους χώριζε και τους προκαλούσε. Εκείνο το μπλε, το δύσκολο, το ίσως και ακατόρθωτο που έκρυβε κινδύνους. Δεν ήθελαν να πάνε εκεί, ήθελαν να πάνε μέχρι εκεί.
Τις προάλλες καθόμουν στην ίδια εκείνη παραλία. Η ατμόσφαιρα καθαρή και οι κορυφογραμμές της απέναντι ακτής φαίνονταν έντονα. Ανάμεσα σ’ εμένα και σ’ εκείνες ένα μπλε και λίγη θάλασσα. Πάνε χρόνια που άκουσα γι’ αυτήν την ιστορία. Δεν ξέρω πώς τελειώνει, ούτε αν είναι πράγματι αληθινή. Δε θυμάμαι ποιος μου τη διηγήθηκε, ούτε αν ένα μέρος της το έπλασε η φαντασία μου. Εκείνα τα παιδιά δεν μπορούν πια να μου πουν και με χωρίζει περισσότερος από μισός αιώνας από εκείνη την παρέα. Μας συνδέει, όμως, η θέα -η πιο οικεία σε μένα θέα, η πιο γνώριμη εικόνα. Μας συνδέει η θάλασσα και τα βότσαλα. Και ‘κείνη η επιθυμία, που από παιδάκι θυμάμαι να με συντροφεύει• να κολυμπήσω κι εγώ μέχρι “απέναντι”. Ίσως το πρώτο “άπιαστο” που λαχτάρησα. Δεν ήταν και δεν είναι άγνωστος τόπος, τον έχω διασχίσει τόσες και τόσες φορές για να φθάσω εδώ. Κι ύστερα για να φύγω, ρίχνοντας κάπου κάπου κλεφτές ματιές προς τα πίσω για όσο μπορώ. “Εδώ”, πιτσιρίκι με πολύχρωμο μαγιό να παίζω με τα ίδια βότσαλα, να τσαλαβουτάω στα ίδια νερά και να λαχταρώ το ίδιο να κλείσω τον ορίζοντα μέσα στην παιδική μου χούφτα.
Δεν είμαι πια πιτσιρίκι, δε φοράω πολύχρωμο μαγιό και δε φτιάχνω παλάτια στην άμμο. Βουτάω, όμως, στα ίδια νερά, βλέπω τον ίδιο ουρανό, το γεμάτο αστέρια τις νύχτες, μυρίζω το άρωμα του λεμονιού, ακούω τον παφλασμό των κυμάτων και το θόρυβο από τα αυτοκίνητα που τρέχουν στο δρόμο, το γεμάτο κίνηση κάποτε. Και λαχταρώ το ίδιο να κολυμπήσω ως εκείνη τη στεριά. Κι ας ξέρω ότι δεν μπορώ. Κι ας ξέρω ότι δε θα το κάνω.
Ίσως πάλι… Πόσες φορές έκανα όνειρα με τη βεβαιότητα πως δε θα πραγματοποιηθούν ποτέ; Πόσες φορές λαχτάρησα τα “άπιαστα”; Κι ύστερα, πόσες φορές έκλαψα γιατί δεν μπορούσα να κρατήσω μέσα μου εκείνο το συναίσθημα που μοιάζει με κάτι παραπάνω από χαρά, με κάτι μεγαλύτερο; Εκείνο το κάτι πιο μεγάλο κάθε φορά που συμβαίνει εκείνο που το θέλησες πολύ. Και δε συνέβη τυχαία. Πόση αξία έχουν, άραγε, όσα “συμβαίνουν”; Όσα τυχαία ή συγκυριακά γίνονται; Εκείνα που δε σε ανάγκασαν να προσπαθήσεις. Τι, άραγε, σου προσφέρουν, εκτός από ευκαιριακή ικανοποίηση όσα δεν απαίτησαν κάτι απ’ το πολύ που έχεις; Πώς γίνονται κομμάτι σου και τα κουβαλάς μέσα σου; Ή μήπως τα ζεις, μα ξεχνιούνται όταν συμβεί κάτι άλλο, κάτι νέο -τυχαίο κι αυτό• τυχαίο και συγκυριακό;
Προς το παρόν, θα κάνω μια βουτιά στη θάλασσα των πιο όμορφων χρόνων μου και θα υποσχεθώ σ’ εκείνο το πιτσιρίκι με το πολύχρωμο μαγιό να μη σταματήσω να λαχταρώ το “άπιαστο”• να λαχταρώ πιο πολύ απ’ το ο,τιδήποτε εκείνο που είναι ακατόρθωτο. Θα του ζητήσω να μου το θυμίζει αν κάπου κάπου το ξεχνάω, αν κάπου κάπου απογοητεύομαι και φοβάμαι στις αποτυχίες• να μου το θυμμίζει και να απαιτεί επιτακτικά να κλείνω στην παιδική της χούφτα τον ορίζοντα.
Και ποιος ξέρει; Ίσως κάποια στιγμή κολυμπήσω μέχρι απέναντι.
Και ποιος ξέρει; Ίσως και τα παιδιά από εκείνη την παρέα να το είχαν κάνει τελικά. Εκείνα τα παιδιά που πια έχουν γίνει λευκά τριαντάφυλλα.