La Double Vie de Veronique
Της Έλενας Σκούφου
Πρωταγωνιστούν: Irène Jacob, Philippe Volter, Jerzy Gudejko
Σενάριο/σκηνοθεσία: Krzysztof Kieślowski
Η Βερόνικα ζει στην Πολωνία. Πρόκειται για μια ταλαντούχα σολίστ, που κυνηγά το όνειρό της, το τραγούδι, το οποίο ωστόσο είναι ικανό να της κοστίσει τη ζωή, λόγω των καρδιακών προβλημάτων που αντιμετωπίζει. Η Βερονίκ ζει στη Γαλλία. Πρόκειται για μια ανερχόμενη υψίφωνο, η οποία εγκαταλείπει το όνειρό της και γίνεται δασκάλα μουσικής, καθώς τα καρδιακά της προβλήματα, δεν της επιτρέπουν μια τέτοια καριέρα. Στο ταξίδι της στη Κρακοβία, η Βερονίκ, αποτυπώνει τυχαία με το φωτογραφικό της φακό τη Βερόνικα, η οποία σε αντίθεση με τη Βερονίκ, αντιλαμβάνεται την παρουσία της, καθώς και την υπερβολική τους ομοιότητα. Η Βερονίκ, ύστερα από πολύ καιρό, κοιτά τις ταξιδιωτικές της φωτογραφίες και έρχεται αντιμέτωπη με τον «άλλο της εαυτό» όντας ωστόσο πια αργά. Και οι δυο τους συναντούν τον έρωτα, η μια στον περαστικό μιας διάβασης, η άλλη στο πρόσωπο ενός παίκτη μαριονέτας. Ζουν και αγαπούν, παραμένουν ωστόσο μοναχικές φιγούρες, που νιώθουν πως κάτι τους λείπει.
Δυο γυναίκες, που καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους αισθάνονται η μια την παρουσία ή την έλλειψη της άλλης, θέτουν στο θεατή ερωτήματα περί της ύπαρξης ενός “alterego”. Ο παιδικός, διάφανος βόλος μέσα απ’ τον οποίο κοιτάζει η Βερονίκ τα τοπία, μοιάζει με αντανάκλαση του κόσμου που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας. Οι δυο κοπέλες είναι η μια αντανάκλαση της άλλης, σ’ έναν κόσμο πέρα απ’ τα όρια του επιστητού. Ίσως σ’ έναν κόσμο που οι αισθήσεις και η λογική παραλύουν να μένουν μόνο οι ιδέες, οι σκιές των πραγμάτων, μα όχι τα ίδια τα πράγματα. Σ’ έναν πλατωνικό-ιδεατό κόσμο, οι ηρωίδες ενώνουν τις ατελώς δομημένες ιστορίες τους, δημιουργώντας έναν ολοκληρωμένο χαρακτήρα, μια προσωπικότητα, δίχως κενά και ανολοκλήρωτα συναισθήματα.
Ο θάνατος της μιας, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη ζωή της άλλης, που συνεχίζει κανονικά το ταξίδι της στον κόσμο, φανερώνοντας πεποιθήσεις περί αθανασίας της ψυχής, της διατήρησης δηλαδή της ψυχικής ακεραιότητας, παρά το πεπερασμένο του ανθρώπινου όντος.
Η ιστορία ακροβατεί μεταξύ Πολωνίας-Γαλλίας, όπως άλλωστε και ο ίδιος ο Κισλόφσκι. Δίχως να θέλει να εγκαταλείψει τη γενέτειρά του, τη διατηρεί ζωντανή μέσα στο έργο του, επεκτείνει όμως την καλλιτεχνική του δραστηριότητα, σ’ ένα περιβάλλον πιο ανοιχτό στο διαφορετικό. Αποστασιοποιημένος από το στρατευμένο κινηματογράφο των συγχρόνων του, αλλά χωρίς να αποτινάζει τα κοινωνικοπολιτικά στοιχεία απ’ τη γραφή του, ο Πολωνός σκηνοθέτης τοποθετεί πάνω απ’ την ιστορία του τον υποκινητή, αυτόν που κουνά τις μαριονέτες και τις κάνει να χορεύουν στο δικό του ρυθμό. Ποιος είναι αυτός; Κανείς δε γνωρίζει, κανείς δε θα μάθει, ίσως και να μην υπάρχει καν, ίσως όμως και να υπάρχει και να είναι απλά μι’ άλλη πτυχή του εαυτού μας, ίσως λιγότερο οικεία, μπορεί και πιο σκοτεινή, σίγουρα όμως δική μας, τόσο δική μας, σα να πρόκειται για ένα «άλλο εγώ».