1984, George Orwell

Της Μαίρης Καραμπίνα

Το citycampus ξαναδιάβασε το 1984 του George Orwell, παρακολούθησε τη θεατρική του μεταφορά, αναρωτήθηκε για τις φιλοσοφικές του προεκτάσεις και σου το προτείνει ανεπιφύλακτα. 

“Ελευθερία είναι η ελευθερία να λες ότι δύο και δύο ίσον τέσσερα. Αν αυτό γίνει αποδεκτό, όλα τα άλλα ακολουθούν.”

Για να είμαι ειλικρινής, δε θυμάμαι ποιες και πώς ήταν οι ακριβείς “εικόνες” που σχημάτισα όταν, χρόνια πριν -κοντά στα τέλη της εφηβείας μου, διάβασα για πρώτη φορά το 1984 του George Orwell. Επιστρέφοντας, όμως, σε αυτό πρόσφατα, κι έχοντας παρακολουθήσει τη θεατρική του μεταφορά στο Νέο Θέατρο Κατερίνα Βασιλάκου, θα ήταν ψέμα να ισχυριστώ ότι σε σημεία του έργου, σε σελίδες επί σελίδων, σε κεφάλαια ολόκληρα δεν πραγματοποιούνταν -ενστικτωδώς σχεδόν- μέσα μου μία “αναβίωση” εκείνης της θεατρικής σύμβασης. Κι αν αυτό απλώς “συνέβαινε” με σκηνές και φράσεις που ήμουν -ενστικτωδώς και πάλι- σίγουρη ότι είχα αφομοιώσει τότε και θυμόμουν ξανά τώρα, ήταν σίγουρα και κατά πολύ ισχυρότερη στο μυαλό μου η εικόνα των ηθοποιών που ενσάρκωναν τους αντίστοιχους ρόλους -του Αργύρη Πανταζάρα, ως Γουίνστον Σμιθ στα δωμάτια των βασανιστηρίων, της Λένας Δροσάκη, ως Τζούλια σε υστερικό παροξυσμό κατά το “Δίλεπτο Μίσους”, του Νίκου Κουρή, ως τον “σωτήριο” βασανιστή και αλλόφρονα εξουσιαστή Ο’ Μπράιεν. Και είναι αυτή ακριβώς η “ταύτιση” μυθιστορηματικών αναφορών και θεατρικών πεπραγμένων που, αφενός, μεταφράζεται μάλλον σαν επιτυχία, τόσο για τους ερμηνευτές, όσο και για την παράσταση στο σύνολό της – η οποία φέρει τη σκηνοθετική υπογραφή της Κατερίνας Ευαγγελάτου (η ίδια υπογράφει και τη μετάφραση της διασκευής των Robert Icke και Duncan MacMillan) και, αφ’ ετέρου, μου καθιστά αδύνατη την όποια αναφορά στο οργουελλικό μυθιστόρημα, ως ασύνδετο με την προκείμενη θεατρική μεταφορά του. Και μου καθίσταται εν γένει αδύνατη ακόμη και η παραμικρή σκέψη πάνω στο κείμενο, χωρίς νοερά να μεταφερθώ σ’ εκείνο το βράδυ που βγήκα από το Νέο Θέατρο Βασιλάκου προσπαθώντας να επιβάλλω στο μουδιασμένο είναι μου να συνέλθει και μην μπορώντας να αρθρώσω τίποτα πέραν μίας και μόνο φράσης: “τι ήταν αυτό ρε μαλάκα;”.

Το ολοκληρωτικό καθεστώς του Μεγάλου Αδελφού ασκεί τον απόλυτο έλεγχο σε πράξεις, αλλά και συνειδήσεις, παρακολουθώντας τα πάντα -και τους πάντες- μέσα από αμέτρητες διαδραστικές τηλεοθόνες, που είναι αδύνατον να απενεργοποιηθούν, και εθελοντικά στρατολογημένους κατασκόπους. Όλα, ακόμη και το παρελθόν -ή μάλλον, κυρίως αυτό- προσαρμόζονται στη μία και μοναδική αλήθεια -στην αλήθεια που πρεσβεύει το Κόμμα, του οποίου προσωποίηση είναι ο Μεγάλος Αδελφός. Ως ύψιστος στόχος ορίζεται η κατάλυση κάθε ελευθερίας, ο περιορισμός της γλώσσας και η κατάργηση των ανθρώπινων αισθημάτων, μιας και όλα μπορούν να οδηγήσουν στο μεγαλύτερο των αμαρτημάτων: σε Έγκλημα Σκέψης. Ένα μεσαίο διοικητικό στέλεχος του Εξωτερικού Κόμματος, ο Γουίνστον Σμίθ, θα περιπέσει στο θανάσιμο αυτό αμάρτημα και αφ’ ης στιγμής που το διαπράττει, η πορεία του προς την πνευματική και, δευτερευόντως, την φυσική εκμηδένιση είναι προδιαγεγραμμένη. Η Αστυνομία της Σκέψης, μετά τη σύλληψή του, δεν οφείλει παρά να τον οδηγήσει στο θάνατο αναμορφωμένο: πρέπει να πεθάνει αγαπώντας τον Μεγάλο Αδελφό.

Το “1984” ανήκει σ’ εκείνη την κατηγορία βιβλίων που σε προκαλούν, σχεδόν, διαβάζοντάς τα, να πάρεις ένα μολύβι και να αρχίσεις να σημειώνεις κοντά-κοντά· που σε κάνουν να θέλεις -παραβιάζοντας τον ψυχαναγκασμό που επιβάλλει “καθαρές” και ατσαλάκωτες σελίδες- να υπογραμμίσεις λέξεις, φράσεις, παραγράφους ολόκληρες και να σημειώσεις στο περιθώριο σκέψεις και παραπομπές, σε μία προσπάθεια να βρεις τα -όπως θα τα έλεγε κάποιος φιλόλογος- “κλειδιά” του κειμένου, προς “αποκωδικοποίησή” του. Κι αυτό όχι γιατί στ’αλήθεια είναι ένα δυσνόητο κείμενο, με περίπλοκο και εξεζητημένο λόγο, αλλά γιατί είναι μεστό νοημάτων και κάθε τι, κάθε περιγραφή, σχεδόν κάθε φράση, “ακουμπάει” κάπου και κάτι ξεκλειδώνει, αφού την ίδια στιγμή που μοιάζει ολωσδιόλου ξένο, είναι και ανυπόφορα οικείο.

Συχνά γίνεται λόγος περί της “προφητικότητας” του κειμένου και του έχει πολλάκις αποδοθεί αυτός ο χαρακτηρισμός. Στην πραγματικότητα, όμως, μάλλον πρόκειται για έργο άχρονο και πάντα “τωρινό”· έργο για την ανθρώπινη φύση και ύπαρξη, ειδωμένη σφαιρικά και σε όλο το φάσμα των χρωμάτων και των υφών που τη συνθέτουν (από το λευκό ως το μαύρο, από το λείο έως το οδυνηρά τραχύ, από τον πόθο ως το θάνατο). Πράγματι, όσα περιγράφονται περί κρατικής και συνεχούς παρακολούθησης, περί διαρκώς ενεργών τηλεοθονών και ευρέως χρησιμοποιούμενων πυρηνικών όπλων είναι αντι-ουτοπικά ή, χειρότερα, στάθηκαν, εν μέρει, προφητικά. Τα καίρια, ωστόσο, συστατικά που συνθέτουν το οργουελλικό σύμπαν είναι κάθε άλλο παρά αποκύημα της φαντασίας του συγγραφέα. Το “ευμετάβλητο” του παρελθόντος -προσωπικού και συλλογικού- ως άμεσου επακόλουθου της φθαρτής φύσης της μνήμης, η μοναξιά, το πεπερασμένο της ύπαρξης, η αδιαφορία, οι, πάντα ασίγαστες, εξουσιαστικές τάσεις και, περισσότερο όλων, το μίσος -από και προς τους εκάστοτε κυβερνώντες και τα καθεστώτα, από και προς την εξουσία εν γένει, από και προς τον εαυτό, από και προς τον άνθρωπο σαν φυσική οντότητα- αποτελούν όλα χαρακτηριστικά που, άλλοτε φύσει και άλλοτε θέσει, ο άνθρωπος τείνει να προβάλλει, ήδη από τα πρωτόγονα και προ-πολιτισμικά στάδια της ύπαρξής του -δηλαδή, πολύ πριν εφευρεθούν οι, παντός είδους, τηλεοθόνες, πολύ πριν αποκτήσουν οι κοινωνικές δομές τη σημερινή τους υπόσταση, πολύ πριν καν δομηθούν τα ένστικτα σε γλώσσα και συγκροτημένη σκέψη. Ίσως το “αποτρόπαιο” του οργουελλικού κόσμου τελικά, είναι ότι πρόκειται για, παραμορφωτικό μεν, καθρέφτη δε, ο οποίος στήνεται μπροστά μας και απαιτεί να μας επανασυστήσει με το πιο άσχημο, το πιο βίαιο, το πιο απάνθρωπο εγώ μας. Και είναι ακριβώς αυτός ο λόγος που ο φρικωδώς παράλογος κόσμος που ξεδιπλώνεται εδώ, δε μας προκαλεί, όχι γέλιο, αλλά ούτε ένα αμυδρό μειδίαμα: γιατί συνειδητοποιούμε ότι δεν πρόκειται για κάτι το επινοημένο, αλλά για ένα παράλογο που είναι καθ’ όλα πραγματικό.

Όσον αφορά δε την θεατρική μεταφορά του έργου, ανεξαρτήτως του τρόπου που αποδίδεται η ιστορία και του κατά πόσο η παράσταση μένει πιστή στο κείμενο (πράγμα που βέβαια πετυχαίνει), το σημαντικό και πλέον εντυπωσιακό είναι ότι μένει, πρώτιστα, πιστή στην “ατμόσφαιρα” του έργου· πετυχαίνει, όχι απλώς να αναδημιουργήσει (διότι δεν πρόκειται επ’ ουδενί για μία απλώς αναπαράσταση), αλλά να μεταδώσει, σε μέγιστο μάλιστα βαθμό, την εν λόγω φρικαλεότητα και ωμότητα της οργουελλικής πραγματικότητας. Η δραματουργία και η σκηνοθετική, όσο και η ερμηνευτική προσέγγιση μοιάζουν άμεσα στοχευμένες στη δημιουργία μίας ατμόσφαιρας σχεδόν αποπνικτικής που δύναται να προκαλέσει δυσφορία, μέσα από σκηνές που σαν -άλλοτε μικρά, άλλοτε ισχυρότερα- ηλεκτροσόκ προκαλούν μία ευρεία γκάμα συναισθημάτων -πλην όμως σχεδόν διαρκώς αρνητικά-, από αμηχανία έως αποστροφή. Ψυχρότητα, υστερικοί παροξυσμοί μίσους, ωμό σεξ (που δεν εγείρει αντιδράσεις μόνο αν προβάλλεται σε κινηματογραφικό πανί), βία, αίμα, κάθε είδους σωματική, συναισθηματική και νοητική κακοποίηση, μοναξιά, αδιαφορία, προδοσία, συναισθηματική ασφυξία αποτελούν όλα στοιχεία της προκείμενης θεατρικής σύμβασης, πλην όμως, όχι και ευρήματά της. Το εύρημα της παράστασης έγκειται μάλλον στον τρόπο που επιλέγει να δημιουργήσει την άκρως αρνητική συνθήκη μέσα στην οποία ο θεατής, όμοια με τον αναγνώστη του βιβλίου, καλείται να εισαχθεί. Και η επιτυχία της, στο γεγονός ότι το καταφέρνει.

Επιστρέφοντας, όμως, στο βιβλίο καθ’ εαυτό, αν και έργο βαθιά φιλοσοφικό στο σύνολό του, κατατάσσεται μάλλον στο είδος της μυθιστοριογραφίας, μιας και οι -όποιες- ιδέες δεν παρουσιάζονται παρά ως εμπλεκόμενες με τον ρου της αφηγούμενης ιστορίας. Υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένα σημεία όπου, κυρίως υπό την επίφαση των αιρετικών κηρυγμάτων του “εχθρού” (βιβλίο του Γκολντστάιν), ενυπάρχει “καθαρή”, ατόφια σχεδόν, πολιτική φιλοσοφία· αναλύονται ζητήματα ανάλογα του πολέμου και της -σχεδόν πάντα τριμερούς- δομής των κοινωνιών και μάλιστα με τρόπο και επιχειρηματολογία εφάμιλλη εκείνης μεγάλων στοχαστών. Η επιρροή δε αυτών είναι ευδιάκριτη σε κάθε αναγνώστη που είναι, έστω και στο ελάχιστο, εξοικειωμένος με τη φιλοσοφία εν γένει -ο George Orwell μοιάζει εμφανώς επηρεασμένος από την πλατωνική και αριστοτελική σκέψη, έως τους Μεταφυσικούς Στοχασμούς του Descartes (στο πλαίσιο της “συζήτησης” για την καρτεσιανή αμφιβολία, ο ίδιος ο στοχαστής κάνει λόγο για έναν “πανούργο δαίμονα”, ενώ χρησιμοποιεί αυτούσια και την πλέον γνώριμη διατύπωση “2+2=5”) και τους πρώιμους υπαρξιστές του 20ού αιώνα. Και είναι μάλλον αυτή η συγκεκαλυμμένη φιλοσοφική υπόσταση του έργου που δύναται να το “μετατρέψει” από δυστοπικό μυθιστόρημα σε “εγχειρίδιο” εκλαϊκευμένης φιλοσοφίας· και είναι ακριβώς στο γεγονός ότι δεν προϋποθέτει καμία πρότερη γνώση από πλευράς του αναγνώστη, πέραν αυτής της πραγματικότητας, όπου έγκειται η ευφυΐα και η -συνεπαγόμενη- επιτυχία του. Χωρίς να χρησιμοποιείται εξεζητημένο λεξιλόγιο και με απλό χειρισμό του λόγου -που εκατέρωθεν οδηγούν στοχευμένα στο να καταστεί το κείμενο σαφές- αναλύονται, ακόμη ίσως “φωτίζονται”, πτυχές των κοινωνικο-πολιτικών δομών, όπως αυτές διαγράφονται -ίσως διαφοροποιημένες, αλλά μόνον μερικώς- ήδη από τις απαρχές των ανθρώπινων κοινωνιών. Μέσω της πολυπρισματικής εστίασης δε (συνεχής εναλλαγή τριτοπρόσωπης και πρωτοπρόσωπης αφήγησης, χάρη στο “εύρημα” του ημερολογίου του Γουίνστον Σμίθ και των πλάγιων μονολόγων), ο συγγραφέας πετυχαίνει την, ει δυνατόν πιο αντικειμενική έκθεση (τόσο με την μεταφορική, όσο και την κυριολοκετική έννοια εδώ) της πραγματικότητας και την εξωτερική παρατήρηση, συγχρόνως δε και τον εκ των έσω σχολιασμό, χωρίς όμως να υιοθετεί ένα -γνώριμο- διδασκαλικό ύφος.

Διάβασέ το: αν θέλεις ένα “κλασσικό” βιβλίο, ικανό ενεργοποιήσει μία ολόκληρη διαδικασία σκέψης και αναζήτησης.

Μην το διαβάσεις: Δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην το διαβάσεις και καμία δικαιολογία αν δεν το κάνεις.

George Orwell, κατά κόσμον Eric Arthur Blair, ήταν βρετανός συγγραφέας, λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Γεννήθηκε το 1903 στην Ινδία -γιος κατώτερου αξιωματούχου της διοίκησης- και εγκαταστάθηκε στην Αγγλία το 1911.  Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του στο Ήτον, δημοσίευσε τα πρώτα του κείμενα σε περιοδικά, υπήρξε αξιωματούχος στην αστυνομία της Βιρμανίας -απ’ όπου παραιτήθηκε το 1928 αμφισβητώντας το ρόλο του στην αποικιακή διοίκηση- και έκτοτε έζησε σε Λονδίνο και Παρίσι, αλλάζοντας περιστασιακά επαγγέλματα και συναναστραφώμενος “περιθωριακούς”, ενώ συμμετείχε και στον Ισπανικό Εμφύλιο (αργότερα αποτύπωσε τις εμπειρίες του στο βιβλίο “Πεθαίνοντας στην Καταλωνία”). Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τοποθετήθηκε διευθυντής της Ινδικής Υπηρεσίας του BBC, από όπου αποχώρησε το 1943 και έκτοτε εργάστηκε ως λογοτεχνικός συντάκτης στην εφημερίδα Tribune. Το 1944 συγγράφει τη “Φάρμα των ζώων”, μία πολιτική αλληγορία εμπνευσμένη από τη Ρωσική Επανάσταση και τη σταλινική περίοδο του σοβιετικού σοσιαλισμού. Πέντε χρόνια αργότερα (1949) κυκλoφορεί το τελευταίο του έργο “1984”. Πέθανε, σε ηλικία 47 ετών, στο Λονδίνο (1950).

**Το μυθιστόρημα του Orwell επηρέασε, μεταξύ άλλων, και τη μουσική, με το κομμάτι “2+2=5 (TheLukewarm)”, που εμπεριέχεται στον δίσκο Hail to the Thief των Radiohead, να αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. 

Το βιβλίο “1984” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κάκτος, σε μετάφραση Νίνας Μπάρτη.

Το βιβλίο του Rene Descartes “Στοχασμοί περί της πρώτης φιλοσοφίας” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εκκρεμές.

“Το βιβλίο τον γοήτευε ή, για την ακρίβεια, τον καθησύχαζε. Υπό μία έννοια, δεν του είπε τίποτα καινούργιο, αλλά αυτό ήταν μέρος της γοητείας του. Το βιβλίο έλεγε ό,τι θα έλεγε και ο ίδιος αν μπορούσε να βάλει σε τάξη τις σκορπισμένες σκέψεις του. Ήταν το γέννημα ενός μυαλού που έμοιαζε με το δικό του, αλλά αυτό ήταν πολύ πιο δυνατό, πιο συστηματικό, λιγότερο φοβισμένο. Τα καλύτερα βιβλία, σκέφτηκε, είναι εκείνα που σου λένε αυτό που ήδη ξέρεις.”

Αν επιθυμείς να διεκδικήσεις υποτροφίες στην Ελλάδα ή το εξωτερικό, ο Οδηγός Υποτροφιών του citycampus που μόλις κυκλοφόρησε σου προσφέρει ό,τι χρειάζεσαι!

Θέλεις να ενημερώνεσαι έγκυρα και κυρίως έγκαιρα με το πάτημα ενός κουμπιού; Κατέβασε την εφαρμογή μας από το Playstore (citycampus.gr) και διάβασε όλα τα νέα άρθρα εύκολα και γρήγορα!