Book Review: Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια & Βάλε ένα φύλακα, Harper Lee
Της Μαίρης Καραμπίνα
Το citycampus διάβασε και σου προτείνει το, βραβευμένο με Pulitzer, Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια και το, sequel του, Βάλε ένα φύλακα, της Harper Lee.
“Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια”
“Σκοτώστε όσες κίσσες θέλετε, αν μπορείτε να τις πετύχετε, αλλά να θυμάστε ότι είναι αμαρτία να σκοτώνεις κοτσύφια. […] Τα κοτσύφια δε μας βλάπτουν σε τίποτα, κελαηδάνε μονάχα για να τ’ ακούμε εμείς και να χαιρόμαστε. Δε χαλάνε τους κήπους μας, δεν τρώνε τα σπαρτά μας, μόνο ομορφαίνουν τη ζωή μας με το τραγούδι τους χωρίς να ζητούν τίποτε. Γι’ αυτό είναι αμαρτία να σκοτώνεις τα κοτσύφια.”
Ο Τομ Ρόμπινσον κατηγορείται για το βιασμό της νεαρής Μαγιέλα Γιούελ· η νέγρικη καταγωγή του αποτελεί επαρκές στοιχείο για να εδραιώσει την ενοχή του στη συλλογική συνείδηση μία κλειστής κοινωνίας, όπως εκείνη του Μέικομπ -μίας μικρής επαρχιακής πόλης της Αλαμπάμα- στα μέσα της δεκαετίας του ’30. Ο Άττικους Φιντς, ένας λευκός δικηγόρος που έχει καταφέρει να κατέχει εξέχουσα θέση στην τοπική κοινωνία, μολονότι οι συνήθειες και οι αντιλήψεις του μοιάζουν μάλλον ιδιόμορφες για τη γεμάτη στερεότυπα κουλτούρα του Αμερικανικού νότου, ορμώμενος από ένα ισχυρό αίσθημα καθήκοντος και προασπίζοντας, πρώτα και κύρια, τη βαθιά του πίστη στη δικαιοσύνη, θα ταχθεί ενάντια στο συλλογικό θυμικό, όταν θα αναλάβει την υπεράσπισή του.
Η αντίδραση της κοινωνίας στην “προδοσία” του λευκού δικηγόρου θα γίνει αντιληπτή, με τρόπο άμεσο, όσο και σκληρό, και από τα δύο ανήλικα παιδιά του, προκαλώντας τα να έρθουν αντιμέτωπα με το βαθιά ριζωμένο φυλετικό, και όχι μόνο, ρατσισμό και την παντελή έλλειψη αποδοχής -πολύ περισσότερο, με την έλλειψη ανοχής- σε κάθε τι διαφορετικό. Η επτάχρονη Σκάουτ, όσο και ο λίγο μεγαλύτερος αδερφός της θα βρεθούν μοιραία παγιδευμένοι σε μία κατάσταση διερεύνησης όσων είναι, κι εκείνων που θα έπρεπε να είναι, δεδομένα· ερωτήματα για την ανθρώπινη φύση και τα εγγενή δικαιώματα αυτής που γεννιούνται σε μία ηλικία τόσο τρυφερή, όσο και ευαίσθητη για τη διαμόρφωση μία εικόνας του κόσμου -του αποτελούμενου από ανθρώπους και όχι από απλώς φυσικά όντα-, τη διαμόρφωση του εαυτού, της συνείδησης, της ηθικής.
Και είναι ακριβώς αυτή η εστίαση στην οπτική των παιδιών που προσδίδει διαχρονική αξία στο έργο της Harper Lee και το καθιστά ένα από τα πλέον σημαντικά της παγκόσμιας λογοτεχνίας· είναι ακριβώς η αφοπλιστική ειλικρίνεια και η δυσκολία κατανόησης όλων εκείνων που οι κοινωνικές νόρμες και συμβάσεις ορίζουν ως αποδεκτά και μη, ως φυσιολογικά και μη, που όπως κάθε παιδί, όμοια χαρακτηρίζουν και την αφηγήτρια Σκάουτ· είναι ακριβώς ο τόσο άμεσος και ταυτόχρονα τρυφερός και σχεδόν αφελής τρόπος, όπως ταιριάζει σε ένα παιδί, με τον οποίο τίθενται τα πιο σοβαρά, τα πιο ουσιώδη ζητήματα αναφορικά με τον άνθρωπο ως φυσική, αλλά και κοινωνική ύπαρξη -από εκείνα της φυλής και του φύλου, ως τα δικαιώματα της σεξουαλικότητας, των παιδιών και της αυτοδιάθεσης.
Διάβασέ το: αν ψάχνεις ένα διαχρονικής αξίας έργο για την -αυτονόητη, αλλά συχνά ξεχασμένη- σημασία του σεβασμού στη διαφορετικότητα.
Μην το διαβάσεις: Δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην το διαβάσεις και καμία δικαιολογία αν δεν το κάνεις.
“Βάλε ένα φύλακα”
“Κι εγώ ένα φύλακα χρειάζομαι. Χρειάζομαι κάποιον να με οδηγεί και να βλέπει αντί για μένα. Χρειάζομαι φύλακα να μου λέει τι εννοεί ο κάθε άνθρωπος όταν μιλάει, να τραβάει τη διαχωριστική γραμμή λέγοντας ‘αυτό είναι δίκαιο’, ‘εκείνο είναι άδικο’ και να μου εξηγεί τη διαφορά”.
Είκοσι περίπου χρόνια μετά τα γεγονότα του πρώτου βιβλίου, η Σκάουτ, νεαρή γυναίκα πλέον και έχοντας από καιρό φύγει από το Μέικομπ, επιστρέφει για ολιγοήμερες διακοπές. Το ταξίδι στο γενέθλιο τόπο δεν μπορεί παρά να ξυπνήσει μνήμες και να ξύσει πληγές, παλιές και άλλες πιο πρόσφατες -όπως εκείνη μίας απώλειας. Την ίδια στιγμή, όμως, που το παρελθόν ζωντανεύει, θα βρεθεί αντιμέτωπη με την παρούσα πραγματικότητα· μία πραγματικότητα την ύπαρξη της οποίας αγνοούσε και η ανακάλυψη της οποίας είναι περισσότερο από αρκετή για να κλονίσει συθέμελα το οικοδόμημα της προσωπικότητάς της. Είναι οι αναμνήσεις της που έχουν ξεθωριάσει; Ή είναι οι άνθρωποί της που έχουν αλλάξει; Ήταν η παιδική της αφέλεια που αλλοίωνε τα τότε τεκταινόμενα και τα προσλάμβανε με έναν τρόπο που δεν ανταποκρινόταν, στο ελάχιστο, στην πραγματικότητα; Ήταν τα θεμέλια της προσωπικότητάς της ανέκαθεν σαθρά και είναι αυτή η στιγμή της συνειδητοποίησης;
Καθώς ακροβατεί ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, η Σκάουτ θα βρεθεί να αμφισβητεί κάθε δεδομένο και κάθε γνωστή αξιακή βάση. Μέσα από μία πορεία ουσιαστικής ενηλικίωσης, γεμάτη πόνο και απογοήτευση, ως απόρροια της ηθικής κατάπτωσης των πιο αγαπημένων της προσώπων και της αποκαθήλωσης των προτύπων της -με σπουδαιότερο το πατρικό-, θα αναγκαστεί να αναζητήσει τις δικές της βάσεις, περισσότερο στέρεες πλέον, για τη διαμόρφωση της προσωπικής της ταυτότητας.
Η Harper Lee με τη γνώριμη, αν και πρώιμη εδώ, γραφή της, ξαναζωντανεύει το σύμπαν του προηγούμενου έργου της διατηρώντας το χιούμορ και την ευαισθησία της, προσκαλώντας, ωστόσο, όμοια με την ηρωίδα κι εμάς, σε μία πορεία αποκαθήλωσης των αγαπημένων μυθιστορηματικών προτύπων.
Διάβασέ το: Αν ψάχνεις μία καλογραμμένη ιστορία για την διαδικασία διαμόρφωσης της προσωπικής ταυτότητας, με έναν τρόπο ενήλικο ή αν θέλεις να μάθεις την εξέλιξη των ηρώων του έργου “Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια”.
Μην το διαβάσεις: Αν το “Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια” είναι ένα από τα αγαπημένα σου βιβλία.
*Η Harper Lee ήταν Αμερικανίδα συγγραφέας. Το 1961 κέρδισε το βραβείο Pullinger για το έργο της “Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια”, ενώ το 2007 τιμήθηκε με το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας. Πέθανε το Φεβρουάριο του 2016.
**Ο χαρακτήρας του Ντίλ, του παιδικού φίλου της Σκάουτ, είναι βασισμένος στον Truman Capote.
***Το “Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια” κυκλοφόρησε το 1960, το “Βάλε ένα φύλακα” το 2015. Στην πραγματικότητα, το “Βάλε ένα φύλακα” γράφτηκε πρώτο, στα μέσα τις δεκαετίας του ’50. Ο εκδότης ζήτησε από την Harper Lee να γράψει ένα δεύτερο βιβλίο με βάση τον κεντρικό χαρακτήρα, εκείνο της Σκάουτ, ως παιδί και τελικά ήταν εκείνο που εκδόθηκε. Το “Βάλε ένα φύλακα” έμεινε ως χειρόγραφο και θεωρούνταν χαμένο, μέχρι την τυχαία ανακάλυψή του από το δικηγόρο της συγγραφέως ανάμεσα σε άλλα έγγραφα. Το βιβλίο εκδόθηκε τελικά τον Ιούλιο του 2015, χωρίς να υποστεί καμία αλλαγή και μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα έσπασε κάθε προηγούμενο ρεκόρ πωλήσεων, ξεπερνώντας ακόμη και τον “Κώδικα Ντα Βίντσι” του Dan Brown.
Τα βιβλία “Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια” και “Βάλε ένα φύλακα” κυκλοφορούν σε μετάφραση Βικτώριας Τράπαλη και Σώτης Τριανταφύλλου αντίστοιχα, από τις εκδόσεις BELL.