“Πανεπιστημιακή ζωή σημαίνει και συλλογικότητα, κοινή ζωή, άνοιγμα προς τον άλλον. Αυτά η τηλεκπαίδευση τα καταπνίγει και δεν ευνοεί την ανάπτυξή τους.”
Ο κ. Δημήτρης Κόκορης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Νεοελληνικής Γραμματείας στο Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχει δημοσιεύσει βιβλία, μελετήματα σε περιοδικά και σύμμεικτους τόμους, καθώς και βιβλιοκρισίες. Έχει επιμεληθεί ανθολογίες κριτικών κειμένων ως προς το έργο του Ντίνου Χριστιανόπουλου (2003), του Γιάννη Ρίτσου (2009) και του Γιώργου Ιωάννου (2013). Τα άλλα βιβλία του αφορούν τις σχέσεις της Αριστεράς με τη λογοτεχνία στον Μεσοπόλεμο (1999), το έργο του Γιάννη Ρίτσου (2003), τον ποιητικό ρυθμό (2006), τη λογοτεχνική μετάφραση (2007), το έργο του Ντίνου Χριστιανόπουλου (2011), τις σχέσεις της φιλοσοφίας με τη νεοελληνική λογοτεχνία (2015), ένα τμήμα της αλληλογραφίας των Μανόλη Αναγνωστάκη – Τάκη Σινόπουλου (2016) και το ποιητικό έργο του Νίκου Καζαντζάκη (2020).
Η συνέντευξη δόθηκε στον C.E.O. του citycampus.gr, Κωνσταντίνο Πολέμη, και αποτελεί τμήμα της έρευνας του citycampus.gr για την τηλεκπαίδευση στα Πανεπιστήμια.
Κ. Κόκορη, σας ευχαριστούμε για τη συμμετοχή σας στην έρευνα του citycampus.gr. Πιστεύετε ότι η τηλεκπαίδευση, όπως προέκυψε και εφαρμόστηκε από την έναρξη της πανδημίας CoVid19 είναι μια αναγκαιότητα ή μια ευκαιρία και γιατί;
Κατ’ αρχάς, σας ευχαριστώ για την πρόσκληση και για τη δυνατότητα, που μου παρέχετε, ώστε να εκφράσω τις απόψεις μου ως προς το ζήτημα της τηλεκπαίδευσης. Είναι και τα δύο: Αναγκαιότητα, επειδή, έως έναν βαθμό, μπορεί η τηλεκπαίδευση να υποκαταστήσει τα διά ζώσης μαθήματα, οπότε δεν περνάει ανεκμετάλλευτος ο χρόνος. Ευκαιρία, επειδή μας δόθηκε η δυνατότητα να αξιοποιήσουμε δυνατότητες της τεχνολογίας, τις οποίες στο παρελθόν δεν είχαμε αξιοποιήσει.
Πόσο εξοικειωμένος/η ήσασταν στην έναρξη της τηλεκπαίδευσης με τη συγκεκριμένη πρακτική;
Προσωπικά, δεν ήμουν σε υψηλό βαθμό εξοικειωμένος με τη συγκεκριμένη πρακτική. Αναγκαστικά προσαρμόστηκα, ώστε να συμβάλω ως διδάσκων στη διεξαγωγή των μαθημάτων, έστω και υποκαθιστώντας εξ αποστάσεως την πραγματικά αναντικατάστατη διά ζώσης διδασκαλία.
Ποια πιστεύετε ότι ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετώπισαν οι φοιτητές σας κατά την εφαρμογή της τηλεκπαίδευσης;
Τα παιδιά δεν ήταν τόσο έτοιμα, όσο περίμενα, για την εξ αποστάσεως εκπαίδευση. Αρκετά (όχι όλα) είχαν από μικρά έως και δυσεπίλυτα προβλήματα κατά τη διάρκεια της όλης διαδικασίας. Ένα επιπρόσθετο πρόβλημα, καθόλου αμελητέο, ήταν το ότι ευρισκόμενα στο οικείο περιβάλλον του σπιτιού τους καθυστερούσαν να ενταχθούν οργανικά και επί της ουσίας στο μάθημα. Αφαιρούνταν ευκολότερα, ενώ ήταν σύνηθες το ότι ορισμένα παιδιά αποχωρούσαν για λίγο ή και πολύ και σε κάποια στιγμή επανέρχονταν. Είναι τελείως διαφορετικό το να είναι κανείς ψυχολογικά προετοιμασμένος για παρακολούθηση μαθήματος, ώστε να προσέλθει αυτοβούλως στο αμφιθέατρο, ενώ είναι άλλης τάξεως διαδικασία, το να συνδεθεί ηλεκτρονικά, απλώς για να διαπιστώσει «τι γίνεται», παραμένοντας παρατηρητής, χωρίς να είναι ουσιαστικά και οργανικά συμμετέχων.
Η διδασκαλία ενός αντικειμένου όπως η Λογοτεχνική Κριτική ή η Φιλοσοφία που πιθανά απαιτεί και διάλογο μεταξύ διδάσκοντα και διδασκόμενου, πιστεύετε πως «έχασε» σε ποιότητα από την εφαρμογή της τηλεκπαίδευσης;
Ναι, αυτό είναι αναμφισβήτητο! Οι προϋποθέσεις διεξαγωγής μιας συζήτησης και πολύ περισσότερο ενός διαλογικού μαθήματος δύσκολα καλύπτονται εξ αποστάσεως. Τα παιδιά δεν αναλαμβάνουν συχνά την πρωτοβουλία υποβολής ερωτήσεων, ενώ, όταν υποβάλλονταν ερωτήσεις από τον διδάσκοντα, ελάχιστες και ελάχιστοι κινητοποιούνταν, ώστε να δώσουν απαντήσεις. Σε αυτό αρνητικά συντελεί και ο μεγάλος αριθμός συμμετεχόντων και συμμετεχουσών στο εξ αποστάσεως μάθημα. Πιθανότατα ένα μάθημα με αισθητά μικρό ακροατήριο να αποδειχθεί πιο τελεσφόρο, στο πλαίσιο της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, από ένα μάθημα με μεγάλο ακροατήριο.
Η αλληλεπίδρασή σας με τους φοιτητές μέχρι ποιο βαθμό επηρεάστηκε;
Η αλληλεπίδραση με όρους άμεσης επικοινωνίας επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, αλλά (γεγονός αναμενόμενο!) αυξήθηκαν κατά πολύ τα ηλεκτρονικά μηνύματα και τα τηλεφωνήματα για παροχή διευκρινίσεων. Υπό αυτήν την έννοια, η αλληλεπίδραση, με δεδομένη την τηλεκπαίδευση, άλλαξε αισθητά μορφή, αλλά σε γενικές γραμμές δεν μειώθηκε.
Πιστεύετε ότι η τηλεκπαίδευση αποτελεί μια ευκαιρία για εξοικονόμηση οικονομικών πόρων στο Ελληνικό Πανεπιστήμιο;
Όχι! Η εξοικονόμηση πόρων ενδεχομένως μπορεί να γίνει, εφόσον το επιθυμεί η εκπαιδευτική ηγεσία, με άλλους τρόπους και όχι εις βάρος της αναντικατάστατης διά ζώσης διδασκαλίας.
Ποια είναι η άποψή σας για την οικονομική παράμετρο της τηλεκπαίδευσης;
Το ότι εξοικονομούνται χρήματα, επειδή οι φοιτητές δεν μετακινούνται προς το Πανεπιστήμιο, δεν ζουν στις πόλεις που σπουδάζουν, ούτε επισκέπτονται κινηματογράφους, θέατρα, εστιατόρια και ποικίλους χώρους ψυχαγωγίας, είναι μία πραγματικότητα! Είναι όμως πραγματικότητα με θετική δυναμική; Προσωπικά, πιστεύω πως όχι! Πανεπιστημιακή ζωή σημαίνει και συλλογικότητα, κοινή ζωή, άνοιγμα προς τον άλλον. Αυτά η τηλεκπαίδευση τα καταπνίγει και δεν ευνοεί την ανάπτυξή τους.
Προσωπικά προτιμάτε τηλεκπαίδευση ή δια ζώσης εκπαίδευση και γιατί;
Με βάση τα όσα παραπάνω εκτέθηκαν, η ερώτηση αυτή καθίσταται εντελώς ρητορική, δηλαδή η απάντησή της είναι αυτονόητη! Η τηλεκπαίδευση δεν μπορεί να αντικαταστήσει ούτε τη διά ζώσης διδασκαλία, ούτε την έρευνα και το διάβασμα στα Σπουδαστήρια και στις Βιβλιοθήκες, ούτε τη συλλογικότητα της κοινής μας ζωής μέσα στο Πανεπιστήμιο. Στην περίπτωση της πανδημίας ήταν ένα αναγκαίο υποκατάστατο, που σίγουρα βοήθησε στη διεξαγωγή της εκπαιδευτικής διαδικασίας, αλλά έως εκεί.
Πιστεύετε ότι η τηλεκπαίδευση είναι ένας θεσμός που ήρθε για να μείνει μόνιμα έστω σε κάποια έκταση αν όχι συνολικά; Ποια είναι η άποψή σας στο ζήτημα;
Μπορεί να βοηθήσει, δεν μπορεί να αντικαταστήσει! Κατά τούτο, καλό και χρήσιμο είναι να αξιοποιούμε τις δυνατότητες της τεχνολογίας, αλλά δεν πρέπει η τηλεκπαίδευση και γενικότερα οι δυνατότητες, που μας παρέχει η τεχνολογία, να ανάγονται σε πανάκεια «διά πάσαν εκπαιδευτική νόσον».
Κ. Κόκορη, σας ευχαριστούμε για τη συνέντευξη!
Και εγώ σας ευχαριστώ!