Σαν χτες θυμάμαι… τον χρόνο να περνά
“Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμένα —
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.
Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων·
….τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν”
Κεριά (1899), Κ.Π. Καβάφης.
Το πέρασμα του χρόνου… μια αντικειμενικά μεταβαλλόμενη διάσταση που καταμετράται συμβατικά με ώρες, ημέρες, χρόνια. Πόσο αντικειμενική είναι, όμως, όταν συναντάει την ανθρώπινη υποκειμενικότητα; Αυτή που πηγάζει από το προσωπικό βίωμα, τις συναισθηματικές εμπειρίες και τους ατομικούς χρωματισμούς της αντίληψης μιας εξωτερικής πραγματικότητας;
Ο χρόνος δεν κυλούσε το ίδιο όταν ήμασταν στο δημοτικό ή στο γυμνάσιο. Έμοιαζε πιο αργός, πιο νωχελικός, αλλά και πιο μοναδικός. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τα παράπονα των μεγάλων για το πόσο γρήγορα περνούσαν οι μέρες, τα χρόνια, για το πόσο ίδια έμοιαζαν όλα και ότι ο καιρός πέρασε τόσο που ούτε που συνειδητοποίησαν “πόσο έχεις μεγαλώσει, σα χθες σε θυμάμαι τόσο δα”. Για μας, τότε, η κάθε στιγμή ήταν μοναδική, ιδιαίτερη και τόσο ξεχωριστή. Πως μπορούσε μία στιγμή να εξισωθεί με μία άλλη; Ποιος ασχολιόταν με το χρόνο και γιατί να τον νοιάζει; Κάτι τέτοιο ήταν αδιανόητο… μέχρις ότου μπήκαμε στη σχολή και σπάσαμε το φράγμα των 18, το φράγμα της υποτιθέμενης ενηλικίωσης.
Ξαφνικά περάσανε 2, 3, 4 χρόνια ή και παραπάνω και ούτε που έγινε αντιληπτό. Τελειώνεις ή μόλις τελείωσες τη σχολή και θυμάσαι σα χθες την πρώτη μέρα που πέρασες εκεί. Ο χρόνος προχώρησε ξάφνου πιο γρήγορα από ποτέ άλλοτε και χωρίς να του αντισταθείς μετατράπηκε σε μία πια ολοκληρωμένη χρονική περίοδο του παρελθόντος. Δεν είναι η πρώτη φορά, φυσικά, που έρχεσαι αντιμέτωπος με μία τέτοια κατάσταση, μια κατάσταση που έχει κάνει τον κύκλο της και έχει σβήσει. Παρόλα ταύτα, είναι η πρώτη φορά που έχεις ίσως αυτή την περίεργη και πρωτόγνωρη σκέψη “Πότε πέρασε κιόλας;”. Είναι η πρώτη φορά που ίσως μπορείς να καταλάβεις αυτό που σου λέγανε όταν ήσουνα μικρός και αρχίζεις πια να συνειδητοποιείς τον χρόνο να κυλάει. Να αντιλαμβάνεσαι σταδιακά ότι αυτή η ροή έχει νόημα, συνέπειες και απαιτήσεις.
Γιατί, όμως, να γίνεται αυτό; Γιατί δεν το βίωνες αυτό από την αρχή της ζωής σου παρά μόνο γίνεται αντιληπτό όσο μεγαλώνεις περισσότερο; Υπάρχουν ποικίλες εξηγήσεις για αυτό, προσφερόμενες από τον επιστημονικό χώρο. Παραδείγματος χάριν, η Κλόντια Χάμοντ, συγγραφέας του βιβλίου «Time Warped», στηριζόμενη σε μία μαθηματική-λογική προσέγγιση σημειώνει πως “Στην ηλικία των 40 ετών, μια χρονιά αποτελεί το ένα τεσσαρακοστό της ζωής μας, ενώ στην ηλικία των οκτώ ετών, μια χρονιά καταλαμβάνει ένα πολύ μεγαλύτερο μέρος της». Είναι φυσικό και επόμενο, συνεπώς, μέσα μόνο από τη μαθηματική λογική να υποστηριχθεί ότι ο χρόνος, αν τον αναπαραστήσουμε κλασματικά, σε μικρότερη ηλικία έχει μεγαλύτερη “βαρύτητα”.
Πιο γνωσιο-συμπεριφοριστικά ιδωμένο, το παραπάνω συμπέρασμα ακολουθεί την εξής λογική: όσο μεγαλώνουμε, τόσο πιο εξοικειωμένοι γινόμαστε με το περιβάλλον μας και τα ερεθίσματα που αυτό μας προσφέρει. Οι λεπτομέρειες αμβλύνονται, ομαδοποιούνται ή ακόμη προσπερνώνται εντελώς. Αντίθετα, όσο βρισκόμαστε σε μικρότερη ηλικία όλα γύρω μας είναι καινούρια, γεγονός που σημαίνει ότι απαιτούν περισσότερη εγκεφαλική ενέργεια προς επεξεργασία των νέων πληροφοριών και ο χρόνος έτσι μοιάζει να κυλάει πιο αργά, όντας παιδί, από ό, τι στη συνθήκη της καθημερινής περιβαλλοντικής “ρουτίνας”, όντας ενήλικας. Έχει υποστηριχθεί μάλιστα από κάποιους ερευνητές ότι η διαδικασία αυτή συνδέεται με την απελευθέρωση του βιοχημικού νευροδιαβιβαστή της ντοπαμίνης κατά την επεξεργασία νέων ερεθισμάτων, βοηθώντας έτσι στην εσωτερική αντίληψη του χρόνου ενός ατόμου. Από την ηλικία των 20, όμως, και μετά αυτά τα επίπεδα ντοπαμίνης φαίνεται να μειώνονται κάνοντας έτσι το χρόνο να μοιάζει πιο γρήγορος.
Υπάρχουν πολλές ακόμη θεωρίες που μπορούν να εξηγήσουν το πρωτόγνωρο αυτό βίωμα για την ηλικία των 20-21+ και το πόσο η αντίληψη του χρόνου αλλάζει με τα χρόνια, αλλά δεν είναι αυτή η ουσία. Οι μνήμες πληθαίνουν, τα συναισθήματα αλλάζουν, οι πληροφορίες αυξάνονται και τα βιώματα πολλαπλασιάζονται. Ο χρόνος, όμως, παραμένει ο ίδιος. Προχωράει πάντα. Και μαζί του παρασέρνει κι εμάς. Το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει αφορά τον τρόπο εκμετάλλευσης αυτού. Αυτό είναι που προσδίδει νόημα και κάνει πιο υποκειμενική τη χρονική μας αντίληψη.
Είναι, τελικά, η υπέροχη συνειδητοποίηση ότι έχεις τη δυνατότητα να τροποποιήσεις την κατά τα άλλα αντικειμενική χρονική ροή. Τι χρειάζεται; «Αν θέλεις να επιβραδύνεις το πέρασμα του χρόνου, γίνε πάλι φοιτητής, κάνε κάτι καινοτόμο, ή κάτι που να απαιτεί μεγάλη προσπάθεια. Πήγαινε στη δουλειά σου από άλλο δρόμο ή διακοπές σε ένα άγνωστο μέρος». Αυτά αναφέρει Ρίτσαρντ Φρίντμαν, καθηγητής ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή Weill Cornell της Νέας Υόρκης. Και γιατί όχι; Κάθε φορά που κάνεις κάτι καινούριο, διαφορετικό, νιώθεις αυτή την ανανέωση. Σαν παιδί ξανά, γεμίζεις το περιβάλλον σου με νέες εικόνες και ερεθίσματα. Ο χρόνος χάνει έτσι τη δύναμή του και εσύ πορεύεσαι προς μια νέα εξερεύνηση, μια ανακάλυψη, μια περιπέτεια. Και ποιος δεν λατρεύει τις περιπέτειες; Το μέλλον βρίσκεται μπροστά μας σαν κεριά αναμμένα, έτοιμα να φωτίσουν τη ζωή μας με πολυποίκιλες εμπειρίες. Χρειάζεται μόνο να ξέρουμε ότι αυτό το φως προορίζεται για εμάς και να το αξιοποιήσουμε κατάλληλα ώστε η λάμψη του να γίνει άξια να διαρκέσει.