MasterPhD στην Αμερική: Πώς γίνεται να πάρω υποτροφία;

της Φωτεινής Ρουμελιώτη

Ήταν από εκείνα τα πρωινά που ήμουν σε περίοδο αναζήτησης του κατάλληλου μεταπτυχιακού. Είχα σχεδόν τελειώσει τις σπουδές μου και κοίταζα τα μεταπτυχιακά διαφορετικών χωρών. Η Μαρία είχε αποφασίσει. Είχε μόλις πάρει μια ολική υποτροφία σε ένα από τα κορυφαία Πανεπιστήμια της Αμερικής. Φοιτούσαμε και οι δύο στο ίδιο Πανεπιστήμιο και κάπως έτσι είχαμε γνωριστεί. Πώς γίνεται να καταφέρνεις κάτι σχεδόν ακατόρθωτο; Χρειάζεται να είσαι διάνοια; Ήθελα να μάθω περισσότερα για την προσπάθεια της . Γι’ αυτό εκείνη την ημέρα κάναμε skype για να μάθω περισσότερα για τη διαδικασία που απαιτείται, αλλά και για το αμερικάνικο εκπαιδευτικό σύστημα.

Ας συνοψίσουμε λίγα λόγια για το αμερικάνικο εκπαιδευτικό σύστημα. Τα masters είναι 2 χρόνια, ενώ αν θες να κάνεις διδακτορικό (στο οποίο παρακολουθείς μαθήματα μεταπτυχιακού) είναι 4 – 5 χρόνια. Γενικά μπορείς να πάρεις υποτροφία για μεταπτυχιακό, αλλά δύσκολα θα βρεις υποτροφία που θα σου καλύπτει τα έξοδα διαβίωσης και στην οποία θα μπορείς να εργαστείς ως πανεπιστημιακός ερευνητής. Αντίθετα, αν πάρεις υποτροφία για διδακτορικό, τα πρώτα 1 – 2 χρόνια παρακολουθείς τα μαθήματα του μεταπτυχιακού, στα οποία εξετάζεσαι και παράλληλα εργάζεσαι ως ερευνητής. Επομένως, η υποτροφία για διδακτορικό καλύπτει τα δίδακτρα για μεταπτυχιακό, ενώ ταυτόχρονα σου παρέχει ένα μισθό, με τον οποίο θα μπορείς να καλύψεις τα έξοδα διαβίωσης.

Τον πρώτο χρόνο θα εργάζεσαι σε ένα πραγματικό ερευνητικό project αποκτώντας έτσι προϋπηρεσία, ενώ το 2ο χρόνο θα διδάσκεις σε προπτυχιακούς φοιτητές, κάτι που φαντάζει εξωπραγματικό για τα ελληνικά δεδομένα. Γιατί γίνεται αυτό; Επειδή στην Αμερική σε αντίθεση με την Ελλάδα δίνουν πολύ μεγάλη αξία στην έρευνα. Οι φοιτητές που πηγαίνουν για διδακτορικό παίρνουν υποτροφία, γιατί θεωρείται ότι με την έρευνα τους προσφέρουν τις υπηρεσίες τους όχι μόνο στο Πανεπιστήμιο, αλλά και στην κοινωνία.

Η Μαρία με ενημερώνει ότι την πρώτη φορά δεν είχε θετικές απαντήσεις από σχεδόν κανένα Πανεπιστήμιο. Όμως, ξαναπροσπάθησε. Τι έγγραφα χρειαζόταν; Ένα καλό βιογραφικό στα αγγλικά (δίνουν πολύ μεγάλη βάση στην εμπειρία και στις έξω-ακαδημαϊκές δραστηριότητες), το πτυχίο σου (και ο βαθμός μαθημάτων και πτυχιακής), 2 συστατικές επιστολές από βιογραφικό ή εργοδότη, ένα Personal Statement στο οποίο θα αναλύεις τους λόγους, ποιος είσαι, καθώς και τα κίνητρα συμμετοχής σου (γνωστό ως motivation letter). Το Personal Statement ή αλλιώς Statement of Purpose πρέπει να είναι αρκετά στοχευμένο, γιατί από αυτό κρίνεται το ενδιαφέρον σου, αλλά και το κατά πόσο ταιριάζεις στο πρόγραμμα. Επίσης, χρειάζεσαι ένα πολύ καλό βαθμό στα τεστ gmat και toefl, στα οποία αρκετά φροντιστήρια έχουν τσουχτερά δίδακτρα. Χρήσιμα links που έχουν online μαθήματα είναι το https://gre.magoosh.com/login και το https://www.notefull.com/. Αυτά σε γλιτώνουν από αρκετά έξοδα.

Καθοριστικό ρόλο έχει ο λεγόμενος advisor, o οποίος είναι ο καθηγητής που θα σε αναλάβει στην έρευνά σου. Ουσιαστικά έχει υποστηρικτικό ρόλο. Είναι σημαντική η συμβολή του στην εύρεση εργασίας εντός ή εκτός Πανεπιστημίου μετά το τέλος του διδακτορικού. Ένα χρήσιμο link για να μάθεις αν θα πετύχεις τον κατάλληλο άνθρωπο είναι το http://www.ratemyprofessors.com/ στο οποίο βαθμολογούνται οι καθηγητές. Όπως με ενημερώνει η Μαρία, για να δείξει περισσότερο το ενδιαφέρον της, πριν αρχίσει η περίοδος αιτήσεων έστελνε mail στους καθηγητές που την ενδιέφεραν σχετικά με το πρόγραμμα. Γενικά είναι σημαντικό να στέλνεις στοχευμένες αιτήσεις.

Η Μαρία πήρε υποτροφία για 4 χρόνια στο PhD της. Δεν είχε άριστο μέσο όρο (7,5) ούτε «τρελά» ακαδημαϊκά επιτεύγματα. Τα κατάφερε, όμως, σε πείσμα όλων αυτών (καθηγητών και φίλων) που της έλεγαν ότι δε γίνεται, αποδεικνύοντας έτσι ότι δεν χρειάζεται να είσαι «τρελή» διάνοια για να πετύχεις αυτό που θέλεις. Το σίγουρο, όμως, είναι ότι για να πετύχεις κάτι τέτοιο χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια, επιμονή και αυτοπειθαρχία.

Πολλές φορές υπάρχουν άνθρωποι που θα μας πουν ότι δε μπορούμε να επιτύχουμε κάτι, γιατί οι πιθανότητες δεν είναι με το μέρος μας. Βάζουμε, έτσι, όρια στον εαυτό μας. Πιστεύουμε ότι δεν θα τα καταφέρουμε και απλά σταματάμε την προσπάθεια. Όπως μου λέει η Μαρία «Εμείς τα βάζουμε αυτά τα όρια και όταν τα σπάμε μπορούμε να καταφέρουμε απίστευτα πράγματα. Το τελικό συναίσθημα ότι κατάφερες κάτι, για το οποίο όλοι σου λένε ότι δε γίνεται, είναι απερίγραπτο.»

.