Ο χαμένος τα παίρνει όλα: μια ταινία του Νίκου Νικολαΐδη
της Έλενας Σκούφου
Πρωταγωνιστούν: Γιάννης Αγγελάκας, Συμεών Νικολαΐδης, Ιφιγένεια Αστεριάδη, Τζένη Κιτσέλη
Σενάριο/σκηνοθεσία: Νίκος Νικολαΐδης
Ο αντισυμβατικός Έλληνας σκηνοθέτης δημιουργεί την ταινία αυτή ως μέρος της τριλογίας του για τα “χρόνια της χολέρας”, μιας τριλογίας που αποτελείται από ανεξάρτητες μεταξύ τους ταινίες, οι οποίες πραγματεύονται κοινωνικά θέματα του 20ου αιώνα. Εδώ, ένας ξεχωριστός πρωταγωνιστής είναι ο Γ. Αγγελάκας, ο οποίος υποδύεται ένα σαραντάχρονο άνδρα, πρώην ρόκερ, που συναντά στον δρόμο του τον “μικρό”, ένα δεκαεννιάχρονο τραγουδοποιό και νυν σύντροφο της πρώην γυναίκας του Έλσας.
Στο κάδρο αυτό προστίθεται η Μανταλί-η Αφρικανή χορεύτρια καμπαρέ-, η αλκοολική Οδέττη– η επονομαζόμενη “δεσποινίς βατόμουρο” και η Μελίσσα, μόνιμα ερωτευμένη με τον “μικρό”. Η αταίριαστη και αλλόκοτη παρέα έχει ένα κοινό, την επιθυμία να ευτυχίσει, να βγει απ’ το περιθώριο, να ξεφύγει και να πάει κάπου αλλού.
Για να επιτευχθεί ο στόχος τους χρειάζονται χρήματα, πολλά και άμεσα. Έτσι, αναλαμβάνουν για λογαριασμό των “αφεντικών του υποκόσμου” δουλειές με ναρκωτικά, που ωστόσο δεν προωθούν ποτέ στην πραγματικότητα, ξεγελώντας τους “εργοδότες” τους. Μέχρι και την τελευταία στιγμή της ταινίας και ύστερα από δεκάδες κυνηγητά με τις αρχές, αναρωτιόμαστε και αγωνιούμε για το αν θα τα καταφέρουν.
Η ταινία βραβεύτηκε για τη σκηνοθεσία και τη φωτογραφία της στα Κρατικά Βραβεία Κινηματογράφου του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Πράγματι, τα σταθερά και σκοτεινά πλάνα της ταινίας προσδίδουν και τον ανάλογο αέρα μυστηρίου. Αξιόλογη είναι και η μουσική του Αγγελάκα, που αποπνέει τον προβληματισμό, αλλά και την ανεμελιά των 60’s.
Η ταινία παρά το χιούμορ που έχει αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση νοσταλγίας, χαμένων ονείρων και αθωότητας. Κάνει λόγο για μια γενιά απογοητευμένη, προδομένη και για ανθρώπους που ναυάγησαν. Τα πρωταγωνιστικά υποκείμενα κερδίζουν τον θεατή με την αυθεντικότητα και τον αυθορμητισμό τους.
Πρόκειται για συμπαθείς ανθρώπους που όμως έχασαν τον δρόμο. Μοιάζουν εξεγερμένοι, αλλά δεν επαναστάτησαν ποτέ ουσιαστικά, παραμένοντας σε εφηβικά ξεσπάσματα για το υπόλοιπο της ζωής τους, φορτώνοντας το βάρος των ευθυνών πότε εδώ και πότε εκεί. Άνθρωποι που περιθωριοποιήθηκαν κατά βούληση, φιγούρες μελαγχολικές, χωρίς διάθεση για ζωή, αναλώθηκαν κάπου μεταξύ της κουλτούρας του περιθωρίου και της επιθυμίας για μια άνετη ζωή, που τόσο πολύ λάτρευαν να μισούν…