Νίκος Καζαντζάκης: Ο Τελευταίος Πειρασμός
της Πένυς Ρουσάκη
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα:
Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου / 3 Μαρτίου, στο Ηράκλειο της Κρήτης. Τότε ακόμα αποτελούσε τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η ζωή του, μια συνεχής μάχη με τον εαυτό του και την πίστη στον Θεό. Η μάχη αυτή τον ταξίδεψε σε πολλά μέρη. Οι απόψεις του διαμορφώθηκαν από ανθρώπους απλούς, βαθιά θνητούς, αλλά κι αθάνατους στη μνήμη του. Ο πατέρας του Μιχάλης, ένας πολύ επιβλητικός άνθρωπος, ήταν έμπορος και καταγόταν από τους Βαρβάρους. Η “φωτιά” όπως τον χαρακτήριζε συνεχώς ο ίδιος ο Καζαντζάκης “που προσπαθούσε να σμίξει με το χώμα της μητέρας”.
Έμαθε, τα αγαπημένα του αργότερα, γαλλικά στην Νάξο, και σπούδασε στην Αθήνα Νομικά. Παράλληλα δημοσίευσε το δοκίμιο “H Αρρώστια του Αιώνος”, το μυθιστόρημα “Όφις και Κρίνο”. Πήρε θάρρος με το δράμα “Ξημερώνει” για το οποίο βραβεύτηκε. Τα γαλλικά τελικά τον οδηγούν στο Παρίσι για μεταπτυχιακό όπου γράφει δοκίμια, δράματα, πεζά κείμενα, θεατρικά. Στην Αθήνα ο Καζαντζάκης παντρεύεται την Γαλάτεια Αλεξίου, μια διανοούμενη της εποχής. Μετά τον πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο κατατάσσεται στο στρατό ως εθελοντής, διορίζεται τελικά στο ιδιαίτερο γραφείο του Πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου.
Ζωή και εργασίες:
Την ζωή του καθόρισαν ο Χριστός, ο πιστός του φίλος Άγγελος Σικελιανός και ο Γιώργης Ζορμπάς. Ο Ζορμπάς ήταν εργάτης του σε ορυχεία με κάρβουνο που θέλησε να εκμεταλλευτεί για την πατρίδα. Έμπνευση για το μυθιστόρημα “Ο Χριστός ξανασταυρώνεται” υπήρξε η θέση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Περιθάλψεως. Εκεί είχε αποστολή τον επαναπατρισμό 150.000 Ελλήνων που υφίστανται διωγμό από τους Μπολσεβίκους στον Καύκασο, που τον οδήγησε και στη φυλάκιση. Ο Καζαντζάκης γνωρίζει την Ελένη Σαμίου, την μέχρι τέλους σύζυγο του και εγκαθίστανται στην Αίγινα κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Εκεί παρά τις δύσκολες συνθήκες θα συνεχίσει τα έργα του μέχρι την απελευθέρωση.
Μετά τον πόλεμο ο Καζαντζάκης ηγείται σε ένα μικρό σοσιαλιστικό κόμμα που αποτυγχάνει τελικά. Σκοπός του ήταν να ενώσει όλες τις ομάδες αποσχισθέντων της μη κομμουνιστικής αριστεράς. Παραιτείται από την πολιτική και διορίζεται σε μια θέση στην UNESCO. Εκεί συμμετέχει στην προώθηση μεταφράσεων παγκόσμιων κλασικών λογοτεχνικών έργων. Προς το τέλος της ζωής του αρχίζει την γραφή του τελευταίου πειρασμού. Πρόκειται για το βιβλίο που πυροδότησε και τις απειλές της Ορθόδοξης Εκκλησίας για αφορισμό. Νοσηλεύτηκε στο Παρίσι, υποφέροντας πάντα από τη μόλυνση στο μάτι. Έχασε τελικά την όρασή του στο δεξί μάτι. Οι εξετάσεις δείχνουν μια δυσλειτουργία της λέμφου.
Το 1956 ο Καζαντζάκης παίρνει το Βραβείο Ειρήνης στη Βιέννη αλλά παρόλα αυτά τελευταία στιγμή χάνει το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η ιατρική του κατάσταση ήταν ασταθής αφού έπασχε από λευχαιμία. Έτσι μια επιδημία ασιατικής γρίπης του κόστισε την ζωή του στα 74 χρόνια του. Πέθανε στις στις 26 Οκτωβρίου του 1957 και έως σήμερα θεωρείται από τους σπουδαιότερους συγγραφείς, και όχι μόνο, που έζησαν ποτέ στην Ελλάδα. Στον τάφο του έχει χαραχθεί η επιγραφή που επέλεξε ο ίδιος ο Καζαντζάκης: “Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβούμαι τίποτα. Είμαι ελεύθερος.”
Πλοκή και χαρακτήρες:
Στο βιβλίο “Ο τελευταίος πειρασμός” ο Καζαντζάκης παρουσιάζει τη διττή φύση του Ιησού, ψυχή και σώμα, θνητός αλλά και θεάνθρωπος. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αναδημιουργία της ζωής και των παθών του Ιησού. Μια εναλλαγή ανάμεσα στον λυρισμό και τον ρεαλισμό, μια μη εξιδανικευμένη εκδοχή της ιστορίας του. Μια ιστορία που όπως γράφει κι ίδιος ο Καζαντζάκης: “Είμαι σίγουρος πως κάθε λεύτερος άνθρωπος που θα διαβάσει το βιβλίο ετούτο, το γεμάτο αγάπη, θα αγαπήσει περισσότερο παρά ποτέ, καλύτερα παρά ποτέ, τον Χριστό”.
Χαρακτήρες και μήνυμα:
Ο Χριστός του Νίκου Καζαντζάκη είναι ένας καθημερινός νέος της Ιουδαίας που ξεχωρίζει από τους άλλους με τη συμπεριφορά του, έρχεται όμως μπροστά στον πειρασμό της αφοσίωσης στον Θεό ή μια ήρεμη κι ευτυχισμένη ζωή με την αγαπημένη του Μαρία Μαγδαληνή. Παρουσιάζεται ως ένας άνθρωπος με μεγάλο θάρρος, ακραία πάθη αλλά και αγάπη, αφοσίωση προς τους ανθρώπους πράγμα που τον καθιστά ευάλωτο, επιρρεπή στη δειλία και τη θλίψη. Η Μαρία η Μαγδαληνή είναι μια πόρνη της εποχής, που αγαπά τον Ιησού, μα βλέπει την αφοσίωση του σε κάτι ανώτερο και δειλιάζει να πάρει την απόφαση να τον κρατήσει κοντά της. Οι Απόστολοι βαθιά λογικοί και θνητοί, αμφισβητούν τον εαυτό τους και την πίστη τους και γρήγορα εγκαταλείπουν τον Ιησού όταν τα πράγματα δεν είναι και τόσο ευνοϊκά για τους ίδιους, εκτός από έναν, τον Ιούδα.
Ο Ιούδας του Καζαντζάκη είναι ένας πολεμιστής, ο άνθρωπος που βλέπει τον Ιησού ως τον σωτήρα του κόσμου και αυτόν που θα νικήσει τους Ρωμαίους που βασιλεύουν στην πατρίδα του. Είναι αυτός που μπορεί να τον βοηθήσει να φτάσει στη θέωση. Γι αυτό και ο Ιησούς του ζητά το ύψιστο δείγμα της αφοσίωσης του, να τον προδώσει, για να ανέβει στο σταυρό και να εδραιώσει την Βασιλεία του! Έτσι, ο Ιούδας παραδίδει τον δάσκαλο του στους Σταυρωτές του. Ο Μεσσίας θέλει να πεθάνει για την αγάπη του για τον λαό, για τους ανθρώπους γιατί είναι ένας από αυτούς. Γιατί όλοι μπορούμε να γίνουμε Μεσσίες αρκεί “να πιάσουμε τα άρματα”, όπως λέει στο βιβλίο.
Το μήνυμα του “αγωνιζόμενου ανθρώπου” είναι αυτό που θέλει τελικά να περάσει ο συγγραφέας, δηλαδή οραματίζεται έναν άνθρωπο που οφείλει να αφήσει πίσω τις μικροπρέπειες και τη δειλία του και να ξεπεράσει τον εαυτό του. Στο μυθιστόρημα του Καζαντζάκη βασίστηκε και η ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε “The Last Temptation of Christ” φυσικά με πολλά παραπάνω σχόλια που δεν υπάρχουν στο βιβλίο.
Έριδες και κόντρα με την Εκκλησία:
Το αμφιλεγόμενο αυτό μυθιστόρημα, για άλλους αριστούργημα και για άλλους βλασφημία, προκάλεσε την αντίδραση της Εκκλησίας αρκετά γρήγορα. Ο Πάπας το κατέταξε στην λίστα των “Απαγορευμένων Βιβλίων” (Index librorum prohibitorum), και ο Καζαντζάκης τηλεγράφησε στο Βατικανό “Στο δικαστήριό σου ασκώ έφεση, ω Κύριε”. Το αντίστοιχο κατηγορητήριο από την Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν “Ο εκδοθείς εις Γερμανίαν “Τελευταίος πειρασμός” θεωρείται βιβλίον σκανδαλώδες και επικίνδυνον διά κάθε Χριστιανόν και, ως εκ τούτου, επιβάλλεται όπως -πάση θυσία- αποφευχθεί η εις την Ελληνικήν μετάφρασίς του.
Ειδικώτερον, αναφέρεται, ότι διά του “Τελευταίου πειρασμού” υβρίζεται το Θεανδρικό πρόσωπο του Χριστού, ότι επιδιώκεται να καταρριφθεί η θεότης Αυτού, ως και η χριστιανική ηθική. Τονίζεται, εξ άλλου, ότι με μεγάλην φαντασιοκοπίαν και αχαλίνωτον αυθαιρεσίαν, παραποιείται εις αυτό, η διδαχή του Ευαγγελίου, και ό,τι είναι γραμμένο βάσει των θεωριών του Φρόυντ και του ιστορικού υλισμού” και δεν άργησε να έρθει η απάντηση του Νίκου Καζαντζάκη “Με καταραστήκατε, ‘γιοι Πατέρες, εγώ σας δίνω την ευχή μου. Εύχομαι η συνείδησή σας να είναι τόσο καθαρή όσο η δική μου και να είστε τόσο ηθικοί και τόσο θρησκευόμενοι όσο είμαι εγώ”. Τελικά η εκκλησία δεν προχώρησε στον αφορισμό του αφού ήταν αντίθετος σε αυτό ο οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας και δεν υπέγραψε ποτέ. “Τετέλεσται! Κι ήταν σα να΄λεγε: Όλα αρχίζουν”.
“Κάθε άνθρωπος είναι θεάνθρωπος, σάρκα και πνεύμα, να γιατί το μυστήριο του Χριστού δεν είναι μονάχα μυστήριο μιας ορισμένης θρησκείας, είναι πανανθρώπινο”.
Ελπίζω μετά την ανάγνωση αυτού του άρθρου να νιώσατε το ίδιο ρίγος γι’ αυτόν τον άνθρωπο που νιώθω κι εγώ ..
Περισσότερες πληροφορίες για την κόντρα του με την εκκλησία και τα έργα του θα βρείς εδώ
Θα βρείτε μια άλλη κριτική για το βιβλίο του Ν.Καζατζάκη εδώ